17.9.20

ΜΟΛΙΣ ΑΦΙΧΘΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ

ΜΟΛΙΣ ΑΦΙΧΘΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ... ... το υπέροχο τεύχος υπ' αριθμ. 99 του περιοδικού Panenka, που είναι αφιερωμένο στην Εθνική Ουρουγουάης. Σε μια του σελίδα μιλάει και για τη φανέλα του Ολυτμπιακού και τη θρυλική πεντάδα των Αδελφών Ανδριανόπουλων.

13.9.20

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΟΡΟΣΙΔΗΣ



ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΟΛΑ ΑΡΧΗΓΕ,
ΒΑΣΙΛΗ ΤΟΡΟΣΙΔΗ!
Ο Τοροσίδης πανηγύρισε επτά πρωταθλήματα, τέσσερα κύπελλα και ένα σούπερ καπ με τον Ολυμπιακό.

ΤΙΤΛΟΙ

<

Τμήμα ποδοσφαίρου
1 Βαλκανικό Κύπελλο:
1963
45 Πρωταθλήματα Ελλάδας:
1931, 1933, 1934, 1936, 1937, 1938, 1947, 1948, 1951, 1954, 1955, 1956, 1957, 1958, 1959, 1966, 1967, 1973,1974, 1975, 1980, 1981, 1982, 1983, 1987, 1997, 1998, 1999, 2000, 2001, 2002, 2003, 2005, 2006, 2007, 2008,2009, 2011, 2012, 2013, 2014, 2015, 2016, 2017, 2020
28 Κύπελλα Ελλάδας:
1947, 1951, 1952, 1953, 1954, 1957, 1958, 1959, 1960, 1961, 1963, 1965, 1968, 1971, 1973, 1975, 1981, 1990,1992, 1999, 2005, 2006, 2008, 2009, 2012, 2013, 2015, 2020
3 Σούπερ Καπ Ελλάδας:
1987, 1992, 2007

Τμήμα καλαθοσφαίρισης ανδρών
3 Πρωταθλήματα Ευρώπης:
• 1997, 2012, 2013
1 Διηπειρωτικό Κύπελλο:
• 2013
12 Πρωταθλήματα Ελλάδας:
• 1949, 1960, 1976, 1978, 1993, 1994, 1995, 1996, 1997, 2012, 2015, 2016
9 Κύπελλα Ελλάδας:
• 1976, 1977, 1978, 1980, 1994, 1997, 2002, 2010, 2011.

Τμήμα καλαθοσφαίρισης γυναικών
4 Πρωτάθλημα Ελλάδας:
• 2016, 2017, 2018, 2019
4 Κύπελλα Ελλάδας:
• 2016, 2017, 2018, 2019

Τμήμα πετοσφαίρισης ανδρών
2 Κύπελλα Κυπελλούχων Ευρώπης:
• 1996, 2005
29 Πρωταθλήματα Ελλάδας:
• 1968, 1969, 1974, 1976, 1978, 1979, 1980, 1981, 1983, 1987, 1988, 1989, 1990, 1991, 1992, 1993, 1994, 1998,1999, 2000, 2001, 2003, 2009, 2010, 2011, 2013, 2014, 2018, 2019
16 Κύπελλα Ελλάδας:
• 1981, 1983, 1989, 1990, 1992, 1993, 1997, 1998, 1999, 2001, 2009, 2011, 2013, 2014, 2016, 2017
2 Σούπερ Καπ Ελλάδας:
• 2000, 2010
• 6 Λιγκ Καπ Ελλάδας:
• 2013, 2015, 2016, 2017, 2018, 2019
1 Κύπελλο Α1' Εθνικής κατηγορίας:
• 1994.

Τμήμα πετοσφαίρισης γυναικών
1 Challenge Cup Ευρώπης:
• 2018
8 Πρωταθλήματα Ελλάδας:
• 2013, 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, 2019, 2020
9 Κύπελλα Ελλάδας:
• 2011, 2012, 2013, 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, 2019.

Τμήμα υδατοσφαίρισης ανδρών
2 Πρωτάθλημα Ευρώπης:
• 2002, 2018
1 Σούπερ Καπ Ευρώπης:
• 2002
34 Πρωταθλήματα Ελλάδας:
• 1927, 1933, 1934, 1936, 1947, 1949, 1951, 1952, 1969, 1971, 1992, 1993, 1995, 1996, 1999, 2000, 2001, 2002, 2003, 2004, 2005, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011, 2013, 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, 2019, 2020
21 Κύπελλα Ελλάδας:
• 1992, 1993, 1997, 1998, 2001, 2002, 2003, 2004, 2006, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011, 2013, 2014, 2015, 2016, 2018, 2019, 2020
4 Σούπερ Καπ Ελλάδας:
• 1997, 1998, 2018, 2020.

Τμήμα υδατοσφαίρισης γυναικών
1 Πρωτάθλημα Ευρώπης (Euro League):
• 2015
1 Κύπελλο Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας (Len Trophy):
• 2014
1 Σούπερ Καπ Ευρώπης:
• 2015
10 Πρωταθλήματα Ελλάδας:
• 1995, 1998, 2009, 2011, 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, 2019, 2020.
2 Κύπελλα Ελλάδας:
• 2018, 2020
1 Σούπερ Καπ Ελλάδας:
• 2020.

Τμήμα κολύμβησης
60 Πρωταθλήματα Ελλάδας Open:
• 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, 1934, 1937, 1960, 1961, 1962, 1967, 1969, 1970, 1971, 1972, 1973, 1974, 1975, 1976, 1977, 1978, 1979, 1980, 1981, 1982, 1983, 1984, 1985, 1986, 1988, 1989, 1990, 1991, 1992, 1993, 1994, 1996, 1997, 1998, 1999, 2000, 2001, 2002, 2003, 2004, 2005, 2006, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011, 2012, 2013, 2014, 2015, 2016, 2017, 2018, 2109
4 Διασυλλογικά Κύπελλα Ελλάδας 25άρας πισίνας:
• 1997, 1998, 1999, 2001
2 Πανελλήνια Πρωταθλήματα Μεγάλων Αποστάσεων:
• 2010, 2015
1 Σούπερ Καπ Ελλάδας:
• 2015.

Τμήμα επιτραπέζιας αντισφαίρισης
14 Πρωταθλήματα Ελλάδας Ανδρών:
• 1971, 1972, 1973, 1974, 1976, 1977, 1978, 1980, 2004, 2005, 2014, 2016, 2017, 2018
6 Κύπελλα Ελλάδας Ανδρών:
• 1971, 1972, 2003, 2004, 2005, 2008
19 Πρωταθλήματα Ελλάδας Γυναικών:
• 1961, 1962, 1964, 1965, 1976, 1977, 1978, 1979, 1981, 1982, 1983, 2000, 2001, 2002, 2005, 2006, 2007, 2009, 2018
11 Κύπελλα Ελλάδας Γυναικών:
• 1965, 1966, 1983, 1984, 1985, 1986, 2001, 2005, 2006, 2007, 2008.

Τμήμα χειροφαίρισης ανδρών
2 Πρωταθλήματα Ανδρών:
• 2018, 2019
2 Κύπελλα Ανδρών:
2018, 2019.

Τμήμα στίβου
13 Πρωταθλήματα Ελλάδας Ανοιχτού Στίβου Ανδρών:
• 2006, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011, 2012, 2013, 2014, 2016, 2017, 2018, 2019
9 Πρωταθλήματα Ελλάδας Κλειστού Στίβου Ανδρών:
• 2010, 2011, 2012, 2013, 2015, 2016, 2017, 2018, 2019
12 Πανελλήνια πρωταθλήματα Ανώμαλου δρόμου Ανδρών:
• 1965, 1966, 1967, 1984, 2003, 2005, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011, 2013
1 Πανελλήνιο Διασυλλογικό πρωτάθλημα Ανδρών:
• 2000
1 Πρωτάθλημα Ελλάδας Ανοιχτού Στίβου Γυναικών:
• 2010.

Τμήμα πάλης
1 Κύπελλο Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας (Cela Cup) Ανδρών:
• 2006
2 Πανελλήνια πρωταθλήματα Ελληνορωμαϊκής πάλης:
• 1976, [94] 2006.

Τμήμα πυγμαχίας
5 Πρωταθλήματα Ελλάδας Ανδρών:
• 1970, 1985, 2017, 2018, 2019
2 Πρωταθλήματα Ελλάδας Γυναικών:
• 2012, 2015.

Τμήμα καταδύσεων
2 Πρωταθλήματα Ελλάδας:
• 1970, 1971.

Τμήμα ιστιοπλοΐας
1 Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Γενικής Βαθμολογίας Συλλόγων:
• 1954.

Τμήμα ενόργανης γυμναστικής
1 Πρωτάθλημα Ελλάδας Ανδρών:
• 1971.

ΤΟ 28ο ΚΥΠΕΛΛΟ ΕΛΛΑΔΟΣ




ΑΕΚ - ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ 0-1

Με γκολ του Λάζαρ Ρατζέλοβιτς

Φάσεις εδώ

7.9.20

ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
 
Κριτική μου δημοσιευμένη στα ΝΕΑ του Σαββατοκύριακου για το βιβλίο του Ρομπέρτο Φονταναρόσα, «Puro fútbol. Οκτώ διηγήματα αργεντίνικου πάθους για το ποδόσφαιρο», μετάφραση-εισαγωγή Μιχάλης Τσούτσιας, Εκδόσεις Απρόβλεπτες, Αθήνα 20209, σσ. 142.
Υπήρξε εμβληματική φιγούρα της αργεντίνικης κουλτούρας ο Ρομπέρτο Φονταναρόσα (1944-2007), ο επιλεγόμενος «Μαύρος» από το Ροσάριο: σκιτσογράφος, κομίστας, λογοτέχνης, σε όλα του κορυφαίος. Άφησε πίσω του τεράστιο έργο. Ο ίδιος –όπως είχε επανειλημμένως γράψει– θα ήθελε, πάντως, να τον θυμούνται ως «αφοσιωμένο οπαδό της Ροσάριο Σεντράλ», της αγαπημένης του ποδοσφαιρικής ομάδας.
Το ότι ο Μαύρος ήταν πολύ διασημότερος της ομάδας του δεν σήμαινε τίποτα γι’ αυτόν. Το Ροσάριο, η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Αργεντινής, ιδιαίτερη πατρίδα του Τσε Γκεβάρα και του Λιονέλ Μέσι (και πλείστων όσων διασήμων ποδοσφαιριστών) έχει δύο μεσαίου ποδοσφαιρικού βεληνεκούς ομάδες, που μισούνται μεταξύ τους θανάσιμα: τη Ροσάριο Σεντράλ (κοινώς «Κανάγιες», δηλαδή «Σκυλολόι» ή «Παλιοτόμαρα») και τη Νιούελς Ολντ Μπόις (κοινώς «Λέπρα»). Για τον Φονταναρόσα η ζωή είχε νόημα, επειδή υποστήριζε τους Κανάγιες και όταν αυτοί νικούσαν τους Λεπρούς. Στις ήττες (που είναι, ως γνωστόν, μέσα στο παιχνίδι) έβλεπε μόνο όσους λόγους τού επέτρεπαν να ξαναβρεί το χαμένο νόημα – νικητής.
Στο «Puro fútbol» (στο «Αγνό ποδόσφαιρο») περιλαμβάνονται οκτώ αυστηρά επιλεγμένα διηγήματα από το πλήθος που είχε συγγράψει. Όλα τους αναφέρονται στη Ροσάριο Σεντράλ και στο πώς νιώθει ο οπαδός της κάθε στιγμή της ημέρας του, όχι μόνο την ώρα του αγώνα. Η αφηγηματική του τέχνη είναι επηρεασμένη τόσο από την καρτουνίστικη πρόσληψη της πραγματικότητας όσο και από τον τυφλό (γι’ αυτό και άδολο) φανατισμό τού οπαδού που επιθυμεί να είναι φανατικός και να νικάει πάντα η ομάδα του. Ναι, η αντίληψή του για το ποδόσφαιρο δεν διαπνέεται από «αθλητικό πνεύμα», ούτε τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο («χρειάζονται και η ύπουλη κλοτσιά και η μουλωχτή αγκωνιά», γράφει). Γι’ αυτόν το ματς είναι πόλεμος, και η νίκη στον πόλεμο είναι βεβαίωση επιβίωσής του ως ανθρώπου και ως Κανάγια. Ιδίως όταν επιτυγχάνεται εναντίον των συγκεκριμένων «άλλων».
Οι ήρωές του είναι άνθρωποι πάσης φύσεως και καταγωγής. Μεταξύ τους είναι και ο ίδιος απλός συμπαίκτης, στρατιώτης. Το ότι είναι «των γραμμάτων» δεν του δίνει κανένα προνόμιο στην οπαδική σύναξη στο «Ελ Κάιρο», στο οπαδικό τους στέκι. Η δράση είναι συλλογική, ακριβώς επειδή βασίζεται σε συνείδηση συλλογική. Οι συμμετέχοντες μιλούν όλοι την ίδια γλώσσα: την οπαδική ιδιόλεκτο που κανονικά είναι μόνο προφορική, καθώς τα εξωγλωσσικά στοιχεία, που αρταίνουν και νοστιμεύουν την ουσία της, δεν μεταφέρονται στο χαρτί: δεν διαβάζονται – μόνο ακούγονται!
Ο Φονταναρόσα επιχειρεί και καταφέρνει το σχεδόν αδύνατο: να κάνει τον ακουόμενο λόγο του γηπέδου να είναι λόγος αναγνώσιμος. Και συνάμα αποδεκτός μέσα στην αυθεντικότητά του – ακόμα και από εκείνους που δεν έχουν στενή σχέση με τον κόσμο του ποδοσφαίρου, και ακόμα λιγότερο με τη «γλωσσολογία» και τη «φιλολογία» του. Διότι ο συγγραφέας των διηγημάτων αυτών ξέρει να διαβάζει αψευδώς τις κοινωνικές ομάδες (εν προκειμένω τους οπαδούς της ομάδας του, άρα τον εαυτό του) και να αποκωδικεύει τις συμπεριφορές τους. Τα διηγήματα αυτά κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν κοινωνιολογικά δοκίμια, παρ’ όλο που ο συγγραφέας τους δεν το διεκδικεί καθόλου. Και η παραμικρή λέξη, φράση ή αντίδραση εκεί μέσα βρίσκει αντίκρισμα σε ένα σύστημα κωδίκων που, είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο, ανακαλεί στον νου του αναγνώστη πράγματα οικεία. Η οπαδική αγάπη αποτελεί απλώς το «πεδίο» της έρευνας.
Ό,τι γράφει υπέρ της ομάδας του (με ερωτική αγάπη και με σκληρότητα «αδοκίμων» εκφράσεων) ισχύει (και το ξέρει) για όλους όσοι αγαπούν με ισοδύναμο πάθος την οποιαδήποτε άλλη ομάδα, και στην χώρα του και στον κόσμο ολόκληρο. Αυτός, όμως, θέλει να γράφει αποκλειστικά για τη δική του ομάδα – για τις άλλες ας γράψουν άλλοι.
Είναι το μοναδικό λογοτεχνικό έργο του που κυκλοφορεί στη γλώσσα μας. Ο Μιχάλης Τσούτσιας, ο μεταφραστής, στον οποίον οφείλουμε και την εμπεριστατωμένη εισαγωγή και τις διευκρινιστικές σημειώσεις, επιτέλεσε άθλο. Διαβάζουμε το μετάφρασμά του και πουθενά δεν «κλοτσάει» η γλώσσα. Η οπαδική ζαργκόν μεταφέρεται από τα αργεντίνικα ισπανικά με θαυμαστή ακρίβεια στα καθ’ ημάς. Οι δυναμικές «ισοδυναμίες» (μάλλον «ισοσθένειες»), που προτείνονται, είναι απίστευτα επιτυχείς. Διαβάζεις σαν να ακούς,… σαν να συμμετέχεις στους διαλόγους. Είναι γνωστό ότι στη δομή επιφανείας τα πράγματα δεν λέγονται το ίδιο στις διάφορες ποδοσφαιρικές γλωσσικές κοινότητες. Στη μύχια δομή τους, όμως, είναι κοινά σε όλον τον κόσμο: πρόκειται για την καθολικότητα του οπαδικού λόγου, που ακριβώς γι’ αυτό είναι κοινός. Αυτή, λοιπόν, τη διεγνωσμένη κοινότητα την αναδεικνύει ο μεταφραστής με αβίαστη φυσικότητα και μας την προσφέρει απλόχερα και –κυρίως– σωστά.
Το βιβλίο συστήνεται ανεπιφύλακτα σε όλους – μετέχοντες και μη μετέχοντες της οπαδικής ποδοσφαιρικής κουλτούρας. Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να τελειώσω με πνεύμα οπαδικό: από τις ομάδες του Ροσάριο συμπαθώ τη «Λέπρα» – γιατί, παρακολουθώντας όσοι αγαπάμε το ποδόσφαιρο τα ανά τον κόσμο ντέρμπι, οφείλουμε να είμαστε με κάποιον. Στην Αργεντινή, βέβαια, εξ απαλών ονύχων υποστηρίζω τους «Bosteros» (τους «Σκατάδες»): την ομαδάρα της Μπόκα Τζούνιορς. Με αυτό το διπλό argumentum a contrario συστήνω και πάλι ανεπιφύλακτα το βιβλίο του Φονταναρόσα.

6.9.20

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ


ΑΝΤΙΟ, ΦΙΛΕ...
 
Μόλις πληροφορήθηκα τη θλιβερή είδηση του θανάτου του φίλου μου Χρίστου Χαραλαμπόπουλου.
Καλή ανάπαυση - ταλαιπωρήθηκες πολύ, φίλε.
'Ησουν, όμως, πάντα μαχητής και ακάματος. Και μας άφησες το ανεπίληπτο ήθος σου (και ως μάχιμος δημοσιογράφος και ως ενεργός πολίτης) και σημαντικά έργα, και κυρίως έργα στα γράμματα. Και αυτά είσαι εσύ - είσαι εσύ ζωντανός, φίλε Χρίστο. Μεγάλη μου τιμή που συνεργαστήκαμε δύο φορές.

1.9.20

ΤΙ ΕΦΕΡΕ Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ


ΤΙ ΕΦΕΡΕ Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
 
Το βιβλίο του Γκάμπριελ Κουν "Ποδόσφαιρο εναντίον Κράτους" (Εκδόσεις 24 γράμματα, Αθήνα 2020), που μετέφρασε ο παλιός μου μαθητής Βαγγέλης Τσίρμπας και που έχω γράψει το ακόλουθο ο προλογικό σημείωμα:
 
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
 
Ο αναγνώστης κρατάει στα χέρια του ένα βιβλίο που λέει μια βαθιά αλήθεια για τον χαρακτήρα του ποδοσφαίρου. Είναι γνωστό πια, ιδίως στα χρόνια της απόλυτης σχετικοκρατίας (που βολεύει όλους εκείνους που έχουν τουλάχιστον ένα «πάνω χέρι»), ότι δεν υπάρχει «η» αλήθεια, αλλά αυτό που ο καθένας βλέπει ή θεωρεί ως αλήθεια. Και έρχονται και κάποιοι «έξυπνοι» και προσθέτουν ότι τη μοναδική αλήθεια δεν την διεκδικούν «πια» ούτε οι φυσικοί νόμοι, και ότι μόνο μια θρησκευτική και εξ αποκαλύψεως αντίληψη του κόσμου προσφέρεται ως υποδοχέας μοναδικών και απαρασαλεύτων αληθειών. Εν τάξει, ίσως τράβηξαν αρκετά σε μάκρος τούτες οι πρώτες αράδες. Γι’ αυτό και θα το διατυπώσω με βραχύτητα: η αρχετυπική αλήθεια του ποδοσφαίρου έγκειται στη λαϊκότητα και στην ομαδικότητά του. Οι δύο όροι μάλιστα συνδέονται ακατάλυτα την ιστορική στιγμή της γέννησης του σπορ – αργότερα, δια των ποικίλων ερμηνειών που δέχτηκαν, έφτασαν να έχουν μεν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλον, αλλά να εξακολουθεί υφιστάμενος ακόμα ένας κάποιος οσοδήποτε χαλαρός δεσμός μεταξύ τους. Να τολμήσω να το πω: όπως θυμόμαστε αμυδρά και τρόπον τινά φολκλορικά διάφορα έθιμα «χαμένα» ή «ξεχασμένα» (τρόπος του λέγειν, αφού τα θυμόμαστε και τα τηρούμε όπως τα τηρούμε), έτσι, με «παραδοσιακό» ήθος, διατηρείται ο δεσμός της λαϊκότητας με την ομαδικότητα του ποδοσφαίρου. Κι έτσι όπως έχουν έλθει πια τα πράγματα, πάνω σε τούτο τον δεσμό πρέπει να χτιστεί ό,τι είναι να χτιστεί στο μέλλον για το ποδόσφαιρο υπέρ του ποδοσφαίρου και των ανθρώπων που το λατρεύουν.
Εξηγούμαι: Η μεν λαϊκότητα είναι πια σχεδόν αποκλειστικά οπαδισμός, η δε ομαδικότητα είναι condition sine qua non, παναπεί όρος απαραίτητος για τον εγγενή χαρακτήρα του σπορ που λέγεται ποδόσφαιρο. Στην αρχή της προηγούμενης περιόδου έγραψα «είναι πια»· θα μπορούσα (μάλλον: θα έπρεπε) να έγραφα «έχει καταντήσει», χωρίς να έχω καμία πρόθεση να δειχθώ απαξιωτικός. Ο ρους των εξελίξεων, η φορά των πραγμάτων, οι συνήθειες των ανθρώπων και πάμπολλα τέτοια γενικευτικά στερεότυπα, που έχουν γίνει επίκτητη συνείδηση των ασχολουμένων με τα σπορ, αποδεικνύονται παράγοντες ισχυρότατοι στο να έχουν συσκοτίσει (αν όχι και τελείως διαστρεβλώσει) την αρχετυπική αλήθεια του ποδοσφαίρου. Γιατί –ερωτώ– τι σχέση έχει το σημερινό ποδόσφαιρο της FIFA με το ιστορικό ποδόσφαιρο των εγγλέζικων Midlands ή των βραζιλιάνικων φαβελών και των απανταχού της γης αλανών;
Λατρεύω το ποδόσφαιρο τόσο, όσο και ο συγγραφέας του βιβλίου, και μου έχει μείνει μια κάποια πίκρα που, ενώ «ήξερα καλή μπάλα» και ήμουν και «γκολτζής», δεν κατάφερα να παίξω σε αναγνωρισμένη ομάδα. Και βέβαια υποστηρίζω την ομάδα μου στην Ελλάδα, και μερικές ομάδες σε άλλες χώρες – όπως και αντιπαθώ κάποιες ομάδες στην Ελλάδα και το ίδιο ακριβώς και σε άλλες χώρες. Αυτά είναι κανονικά πράγματα. Οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες τις πιο πολλές φορές, αν όχι πάντα, είναι μεν τυχαίες, αλλά από τη στιγμή που θα γίνει η κρίσιμη επιλογή, τότε όλες οι άλλες επιλογές είναι ακράδαντα λογικές. Το ποιος θέλω εγώ να νικάει εκείνον που θέλω εγώ να χάνει είναι ίσως ό,τι πιο καθαρό μας έχει απομείνει από την αρχέγονη σύλληψη του football στα χωράφια της Αγγλίας. Μόνο που εκείνο το «εγώ» εντασσόταν τότε υποχρεωτικά σ’ ένα υπέρτερο «εμείς», επειδή η αντίληψη για το άθλημα ήταν ταξική και μόνο ταξική: με ποιους συμπαρατάσσομαι εναντίον ποιών. Τόσο απλά. Αλλά τότε, in the very beginning, υπήρχε και κάτι απλούστερο: η αντίληψη ότι εμείς παίζουμε ένα παιχνίδι που δεν το παίξουν οι άλλοι, αυτοί που παίζουν, φέρ’ ειπείν, cricket ή ό,τι άλλο. Αυτές οι δύο βαθμίδες της ταξικότητας του ποδοσφαίρου οδηγούν οπωσδήποτε –σαν να είναι πορεία σε μονόδρομο– το «εγώ» στο «εμείς»: ποδόσφαιρο δεν υφίσταται χωρίς «ομάδα» (οργανωμένο σύνολο με βάση κανόνες σεβαστούς από όλους) και χωρίς «αντίπαλο», ο οποίος συνιστά ομοίως οργανωμένο σύνολο με βάση κανόνες σεβαστούς από όλους τους παίκτες του. Δεν υπάρχουν ατομικές επιδόσεις ανεξάρτητες από την ομάδα. Επ’ αυτού κρίνω ότι δεν χρειάζονται περισσότερα. Η καθέκαστον ατομική ικανότητα συντήκεται στο καμίνι της ομάδας.
Η σχέση του κόσμου (διάβαζε: του λαού) με το ποδόσφαιρο, είναι σχέση αγαπητική. Τον όρο αυτό, που θυμίζει έντονα θρησκευτική ορολογία, τον διάλεξα επίτηδες. Όπως οι ιστορικές χριστιανικές αγάπες ήσαν η αποτύπωση του κοινοτικού βίου και της συνεργατικότητας, έτσι και η οπαδική αφοσίωσή μας στην ομάδα μας είναι μια αταβιστική επιβίωση της υπεροχής του «ομού» επί του «χωριστά». Από το «ομού», εξ άλλου, προέκυψαν η ομιλία και οι όμιλοι: ο έναρθρος λόγος και ο χώρος διαλόγου αντίστοιχα. Clubs, ήτοι όμιλοι, είναι ιστορικώς όλες οι ποδοσφαιρικές ομάδες. Κάτι σαν τους ομίλους είναι –απλώς χάριν της διαφοράς στην ονοματοδοσία– και οι σύνδεσμοι, οι ενώσεις, τα σωματεία… Οι σύλλογοι: εκείνη η κοινότητα όπου ενώνονται οι λόγοι! Όπως και αν λέγονταν ή λέγονται τα μορφώματα αυτά σημαίνουν τούτο το ένα: διάφοροι όμοιοι ως προς την ταξική προέλευση και τα ενδιαφέροντα (που η λέξη interests στην αγγλική γλώσσα σημαίνει και τα συμφέροντα) συνενώνονται, οργανώνονται, συνεργάζονται υπηρετώντας από κοινού (in common) αρχές, αλλά και σκοπούς εξ αρχής συμφωνημένους. Υπενθυμίζω, όλως ίσως εκ περισσού, ότι η λέξη σκοπός στα αγγλικά λέγεται goal. Το ενδιαφέρον/συμφέρον της ομάδας είναι να πετύχει γκολ,… περισσότερα γκολ από όσα θα δεχθεί,… όσα γκολ χρειάζεται για να νικήσει την αντίπαλη ομάδα.
Ο «κομμουνιστικός» πρωταρχικός χαρακτήρας του ποδοσφαίρου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παραδεκτώς. Και μπορεί να έγραψα ήδη παραπάνω «αρχές» και «εξ αρχής» και «πρωταρχικός», αλλά το ποδόσφαιρο ως επιθυμία για παιχνίδι είναι «αναρχικό», καθώς και ο αναρχισμός στον πυρήνα του είναι πρωτίστως απλή επιθυμία: μια επιθυμία συλλογικής δράσης, στο πλαίσιο της οποίας οι άνθρωποι απολαμβάνουν την κοινοτική συνυπάρξή τους στη βάση της ισότητας και της εξυπηρέτησης του τεθέντος goal. Παρατηρεί ο συγγραφέας ότι «εδώ μπορεί να ξεκινήσει ή τουλάχιστον να αναπτυχθεί η αναρχία. Όταν η ιδέα της αυτοοργάνωσης γίνεται σαφής με τον τρόπο που επιτυγχάνεται ένα γκολ ή με τον τρόπο που προπονείται μία ομάδα, ο αναρχισμός δεν φαίνεται μεγάλο κατόρθωμα. Η συνένωση του ποδοσφαίρου και του αναρχισμού είναι κάτι φυσικό, συμβιωτικό».
Είναι όμορφη η εικόνα αυτή, πλην όμως είναι πια και αυτή ένα goal, που πρέπει να τεθεί και να επιτευχθεί. Είναι πόθος για επανάκτηση εκείνου του ήταν κάποτε και δεν υπάρχει πια. Το ποδόσφαιρο έχει «χαλάσει», έχει «αλλοιωθεί». Εξακολουθεί μεν να έχει ταξικό χαρακτήρα, αλλά οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί: ελέγχεται πια από εκείνους, των οποίων τα «παιχνίδια» αντιστρατευόταν στο ξεκίνημά του. Έχει γίνει παράγοντας της οικονομίας, της παγκόσμιας οικονομίας, όπως την έχει διαμορφώσει ο πανταχού κυριαρχών καπιταλισμός. Η λαϊκότητά του έχει γίνει, όπως γράψαμε και στην αρχή, οπαδισμός, όπου ο οπαδός τις περισσότερες φορές είναι αθώο άθυρμα στα χέρια του ισχυρού οικονομικού παράγοντα, κανονικός στρατός. Βεβαίως υπάρχουν και οι «πονηροί» οπαδοί: αυτοί που συνειδητά διεκδικούν για τον εαυτό τους το ρόλο του πληρωμένου ατζέντη των ισχυρών οικονομικών παραγόντων, το ρόλο του επιλοχία, του λοχαγού, του στρατηγού.
Γνωστά πράγματα γράφω. Το ποδόσφαιρο έχει πάρει άλλο δρόμο, αντίθετον από εκείνον που ακολουθούσε στην αρχή. Με τα χρόνια, με τους πολέμους, με τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, με τη μετατροπή της κοινωνίας σε παθητικό δέκτη των ορέξεων των πάσης φύσεως δυνατών και σε βουλιμικό καταναλωτή της οποιασδήποτε πρεταπορτέ χαράς, το ποδόσφαιρο κατακτήθηκε από εκείνους που το εχθρεύονταν στην αρχή της ιστορίας του. Όσο δίκιο και αν έχει ο Αντόνιο Γκράμσι, όταν αποκάλεσε στον καιρό του το γήπεδο ως το «σπουδαίο υπαίθριο βασίλειο της ανθρώπινης αφοσίωσης», δίκιο που του το αναγνωρίζουμε, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι τώρα το ποδόσφαιρο παίζει σε άλλο γήπεδο, παίζει μονίμως εκτός έδρας. Βεβαίως και πρέπει να ξαναγίνει δικό μας, ασφαλώς και πρέπει να παίζει στο δικό μας γήπεδο. Ευχή είναι, και καλό είναι να την κρατήσουμε ζωντανή, για να γίνει όραμα, και σκοπός: για να βάλουμε γκολ! Η ιστορία δεν πηγαίνει πάντα ίσια – γι’ αυτό και πάντα υπάρχει η δυνατότητα να «ξεστρατίσουν» τα πράγματα προς τη σωστή κατεύθυνση: αυτήν της εν γένει ριζοσπαστικής πολιτικής, αφού ποτέ δεν πάψαμε να είμαστε όντα πολιτικά, όντα κοινοτικά, όντα ομαδικά.
Το πνεύμα αυτό απηχεί το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο: «Το ποδόσφαιρο είναι ένα περίπλοκο παιχνίδι και πιθανότατα υπάρχουν εξίσου πολλές προβληματικές πτυχές, όσο και απελευθερωτικές – ωστόσο, οι τελευταίες είναι υπαρκτές, και οι ριζοσπαστικοί οπαδοί πρέπει να τις ξετρυπώσουν. Ενώ το ποδόσφαιρο μπορεί να μην είναι ριζοσπαστικό καθαυτό, μπορεί να αποτελέσει τμήμα της επανάστασης – είναι κοντόφθαλμο να μειώνουμε το ποδόσφαιρο σε όπιο των μαζών, σε καπιταλιστικό παράδεισο και σε αντιδραστικό εκτροφείο εθνικισμού και σεχταρισμού. Υπάρχουν εγγενείς ποδοσφαιρικές αξίες που μπορούν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση και καθιέρωση κοινοτήτων με βάση την άμεση δημοκρατία, την αλληλεγγύη και, ας μην ξεχνιόμαστε, τη διασκέδαση».
Το βιβλίο του Gabriel Kuhn, Soccer Vs. The State: Tackling Football and Radical Politics, που κυκλοφόρησε το 2011, είχα το προνόμιο να το διαβάσω στην πρώτη μορφή της εδώ προσφερόμενης μετάφρασής του στα ελληνικά. Ήταν ο καρπός της πτυχιακής εργασίας που είχε εκπονήσει ο τότε φοιτητής μου (στην Κέρκυρα, στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου) και έκτοτε αγαπητός μου φίλος Βαγγέλης Τσίρμπας. Με μεγάλη μου χαρά έσυρα τούτες τις ηλεκτρονικές αράδες. Ευχαριστώ από καρδιάς τον εκδότη για τη φιλοξενία. Από τον μεταφραστή περιμένω (κάτι για το οποίο είμαι βέβαιος) να μας δώσει και άλλες τέτοιες εξαιρετικής ποιότητας εργασίες. Και στους αναγνώστες εύχομαι να απολαύσουν αυτό το υπέροχο βιβλίο για τη μεγάλη (και τόσο αντιφατική) αγάπη μας: για το ποδόσφαιρο.
 
Κέρκυρα, 27 Ιουνίου 2020
Γιώργος Κεντρωτής