ΚΡΑΥΓΗ
Του Ν. Καλαμάρη
Ήρθανε τα συνθήματα κι από το βέλο
Που σύρθηκε στα πόδια μας το βράδυ
Ξεπήδησε κι απλώθηκε φτερούγισμα
Μίας γεννωμένης παρουσίας.
Κι έτσι σιγά μ’ ακώλυτα και δίχως αμφιταλαντεύσεις
Σηκώθηκε το δάχτυλο σαν σμήνος υπερβέβαιο
Κι ορθόπλωρος εφάνη ταυτοχρόνως
Όλβος μακάρων που δεν είχε χτες ακόμη ξεκινήσει.
Λύθηκε τότες η σιωπή
Λύθηκε το σύρμα που μας συνέδεσε κι αυτό στους πόλους
Κι απ’ την πηγή ξεχύθηκε ραγδαία
Σαν αίμα μέσ’ σε γδούπο καρμανιόλας
Κραυγή στιπλνή
Στο δρόμο που διασταυρωθήκανε τα κάρα
Με τ’ άλλα οχήματα και με τα δάκρυα
Μίας τόσον ατελείωτης αναμονής
Δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά
Δεν ήταν δυνατόν να πάμε πίσω.
Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Προϊστορία ή Καταγωγή» (1933-34).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου