ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΕΙΣ ΕΙΔΟΣ ΜΙΧΤΟ,
ΑΛΛΑ ΝΟΜΙΜΟ
Πάρε
και σύμπηξε δυνατά μίαν πνευματική δύναμη, και καταμέρισε την εις τόσους
χαραχτήρες, ανδρών και γυναικών, εις τους οποίους ν' ανταποκρίνωνται εμπράκτως
τα πάντα. Σκέψου καλά αν τούτο θα γένη ρωμαντικά, ή, αν είναι δυνατό, κλασικά,
ή εις είδος μιχτό, αλλά νόμιμο. Του δευτέρου είδους άκρο παράδειγμα είναι ο
Όμηρος· του πρώτου ο Σέικσπηρ· του τρίτου, δεν γνωρίζω.
Το
πασίγνωστο απόσπασμα, που μόλις διαβάσαμε, είναι το τέταρτο μέρος του όγδοου (VIII4) από τους «Στοχασμούς του Ποιητή», που
προτάσσονται των σχεδιασμάτων των Ελεύθερων
Πολιορκημένων – ένας στοχασμός, όπου με τον γραμματικό τύπο της
προστακτικής έγκλισης «πάρε… σύμπηξε… καταμέρισε… σκέψου» ο Διονύσιος Σολωμός
απευθύνεται στον ποιητή εαυτό του. Το κείμενο του εν λόγω στοχασμού είναι
μετάφραση από τα ιταλικά και τη φιλοτέχνησε ο Ιάκωβος Πολυλάς. Το ιταλικό
πρωτότυπο έχει ως εξής:
Prendi e concreta fortemente una forza spirituale, e frangila in un dato numero di caratteri
d’uomini e donne, a cui corrispondano
nell’esecuzione etc. Pensa fortemente
che ciò accada romanticamente, o classicamente, o in modo misto genuino. Omero
è massimo esempio del secondo, Sh[akespeare] del primo, e del terzo non conosco.
Ο Ιάκωβος Πολυλάς μετέφρασε το in modo misto genuino με τόλμη και ευστοχία ως εις είδος
μιχτό, αλλά νόμιμο. Τούτο
το ξεχωρίζουμε και το επισημαίνουμε προεξαγγελτικά για τον εξής λόγο: επειδή,
ενώ η πρόταση του Πολυλά «απιστεί» εμφανέστατα ως προς το πρωτότυπο, όπως
αμέσως προκύπτει από την κατά λέξη σύγκριση του ιταλικού πρωτοτύπου με το
ελληνικό μετάφρασμα, μία μεταφραστική εκδοχή, όπως αυτή του Στυλιανού Αλεξίου,
αλλά και του Γιώργου Βελουδή, με τρόπο μικτό, γνήσιο,
κερδίζει ασφαλώς τον έπαινο... τον –εν πάση περιπτώσει– εύκολο έπαινο της
πιστότητας, αλλά συνάμα εγείρει προβλήματα σημασιακής και πραγματολογικής
τάξεως στα ελληνικά.
Περί αυτού, όμως, θα μιλήσουμε λίγο παρακάτω, αφού προηγουμένως προτείνουμε τη
γνώμη μας για τη γραμματειακή καταγωγή του περί ου ο λόγος στοχασμού του
Σολωμού.
Έχει υποστηριχθεί
ότι το σολωμικό in modo misto genuino
απηχεί γερμανικό ρομαντικό αίτημα, που έχει ριζωθεί στη θέση του Φρειδερίκου
Σίλλερ ότι η ποίηση στο μέλλον θα είναι συνδιαλλαγή του αφελούς τρόπου με τον
συναισθηματικό τρόπο, από την οποία και θα προκύψει σε υψηλότερο επίπεδο ένα νέο
είδος «στοχαστικής αφέλειας». Πρέπει
επιτέλους να το ομολογήσουμε –λέει ο Σίλλερ– πως ούτε ο αφελής ούτε ο συναισθηματικός χαρακτήρας μπορεί από μόνος
του να εξαντλήσει το ιδεώδες της ωραίας ανθρωπιάς, που μοναχά από την εσώτερη
ένωση και των δύο μπορεί να προκύψει.
Εμείς, όμως, τρέφουμε την πεποίθηση ότι το «εις είδος μιχτό, αλλά νόμιμο», και
έτσι όπως ορίζεται μεταξύ Ομήρου και Σαίξπηρ, ανάγεται σε παλαιότερον του
Σίλλερ ποιητή και συνάμα στοχαστή: ανάγεται στον Φραγκίσκο Πετράρχη, καθώς
απηχεί ευκρινέστατα την επιθυμία του εξ Αρετίνου καταγόμενου ασματοποιού να
αφήσει ένα ποιητικό έργο κινούμενο tra lo stil de’ moderni e ’l sermon prisco,
παναπεί μεταξύ του ύφους των συγχρόνων
του και του αρχαίου λόγου. Την επιθυμία του αυτή τη διαβάζουμε στο υπ’
αριθμ. XL σονέτο από το Canzoniere /
Ασματολόγιο:
S’Amore o Morte non dà qualche stroppio
a la tela novella ch’ora ordisco,
et s’io mi svolvo dal tenace visco,
mentre che l'un coll'altro vero accoppio,
i’ farò forse un mio lavor sí doppio
tra lo stil de' moderni e ’l sermon prisco,
che, paventosamente a dirlo ardisco,
infin a Roma n’udirai lo scoppio.
Ma però che mi mancha a fornir l’opra
alquanto de le fila benedette
ch'avanzaro a quel mio dilecto padre,
perché tien’ verso me le man' sí strette,
contra tua usanza? I’ prego che tu l’opra,
e vedrai rïuscir cose leggiadre.
Από τα λόγια του σονέτου πληροφορούμαστε
ότι ο Πετράρχης σχεδίαζε να συνθέσει μια «tela
novella» (στ. 2), παναπεί να υφάνει ένα νέο έργο που το όριζε μάλιστα ως «lavor [...] doppio» (στ. 5),
δηλαδή ως έργο διπλό, το οποίο από τη
μία μεριά θα συνδεόταν με δύο αντιτιθέμενες αλήθειες, τουτέστιν με την
κυριολεκτική και με την αλληγορική αλήθεια (στ. 4), και από την άλλη θα
εκινείτο μεταξύ του ύφους των συγχρόνων
του και του αρχαίου λόγου (στ. 6)· έτσι θα κατάφερνε να «fornir l'opra» (στ. 9), δηλαδή να επιτελέσει τη λογοτεχνική του
επιθυμία, να υφάνει (στ. 10) «cose leggiadre», παναπεί πράγματα χαριτωμένα, ήτοι: ένα
έργο αληθώς μικτό και αισθητικώς ωραίο, καθότι θα έχουν τηρηθεί επιμελέστατα
και στο έπακρον όλοι οι νόμοι της ποιητικής τέχνης.
Τηρουμένων των αναλογιών το ίδιο θέλει
να κάνει και ο Σολωμός, προτιθέμενος να συνθέσει τους Ελεύθερους Πολιορκισμένους:
απλώς ο μεν Πετράρχης ορίζει το σχεδιαζόμενο νέο έργο του ως επίτευγμα,
καλύτερα ως plenitudo,
ως πλησμονή μεταξύ του ύφους αφ’ ενός
των συγχρόνων του και νεωτερικών (διάβαζε: παγανιστών) ποιητών και αφ’ ετέρου
του ύφους των παλαιών (των κλασικών και των χριστιανών) συγγραφέων,
ο δε Σολωμός το προγραμματίζει να προέλθει ως κατόρθωμα εμπεδωμένο μεταξύ
κλασικής και ρομαντικής ποίησης. Καθόλου ας μη μας παραξενεύει, λοιπόν, το ότι
ο Σολωμός, λίγες μόλις αράδες πιο πάνω, στον στοχασμό VIII1,
έχει αναφερθεί ρητά στον Ιερό Αυγουστίνο. Από την άλλη μεριά ας έχουμε συνεχώς
στον νου μας και τούτο: το ότι ο Πετράρχης επιθυμεί και εύχεται να υφάνει ένα
έργο, όπως θα το έχει προγραμματίσει και που με τα ίδια του τα λόγια θα είναι
αυτό που συμβαίνει quant'al mondo si tesse, opra d'aragna / vede,
δηλαδή θα βλέπουμε να προκύπτει κάτι σαν τον
διαρκώς υφαινόμενο και μονίμως ατελεύτητο ιστό της αράχνης· αλλά εμείς,
τώρα πια, γνωρίζουμε εκ των πραγμάτων ότι το πετραρχιανό desideratum αποδείχθηκε πως ήταν και σολωμικό desideratum και πως από τον ιστό της δικής του
αράχνης σώζονται τρία σχεδιάσματα των Ελεύθερων
Πολιορκημένων.
«Genuino», παρατηρεί ο
Στυλιανός Αλεξίου, «δεν σημαίνει “νόμιμο”, όπως χωρίς καμιά έννοια μετέφραζε ο
Πολυλάς, αλλά “γνήσιο” [...]. Το στοιχείο αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι
σχετίζεται με τον ορισμό του περίφημου “νέου είδους” που απασχολούσε τον Σολωμό
και που θα ήταν συγχρόνως ρομαντικό και κλασικό. Όπως σημείωσα στη σολωμική
έκδοσή μου, ο συνδυασμός του ρομαντικού με το κλασικό θα γινόταν “με έναν τρόπο γνήσιο”, δηλαδή με έναν τρόπο που δεν θα
έδινε την εντύπωση του τεχνητού μίγματος ετερόκλιτων και άσχετων μεταξύ τους
πραγμάτων».
Πάνω-κάτω τα ίδια ισχυρίζεται και ο Γιώργος Βελουδής.
Όμως, παρά τα μεταφραστικά λάθη του
Πολυλά σε άλλα σημεία των Στοχασμών,
που έχουν άλλωστε εντοπισθεί και που σε κάποιες περιπτώσεις ομολογουμένως περιπλέκουν
ή/και συσκοτίζουν εντελώς τα πράγματα,
εδώ ο μεταφραστής όχι μόνο δεν έχει κάνει λάθος, αλλά απέδωσε με κάθε ευκρίνεια
αυτό που ήθελε να πει ο Σολωμός, κάτι που, άλλωστε, ο ίδιος, ακριβώς λόγω της σχεδόν
καθημερινής συναναστροφής του με τον ποιητή, το εγνώριζε πολύ καλά και από
πρώτο χέρι.
Στην έκφραση εις είδος μιχτό, αλλά νόμιμο το βάρος πέφτει στην εκ μέρους του
Πολυλά εισαγωγή του αντιθετικού συνδέσμου «αλλά» που δεν υπάρχει στο ιταλικό
πρωτότυπο. Ανεξαρτήτως της όποιας ιταλομάθειας του Πολυλά (που πάντως ήταν
δεδομένη, καθώς έζησε και σπούδασε στην Ιταλία) δεν αντέχει όχι σε συζήτηση,
αλλά ούτε καν σε επιπόλαιη ψηλάφηση το ότι ο μεταφραστής αγνοούσε πώς
αποδίδονται στα ελληνικά οι ιταλικές λέξεις modo, misto και genuinο και το ότι
έχουν ως πρώτη τους σημασιακή απόκριση τις λέξεις τρόπος, μικτός και γνήσιος αντίστοιχα. Άρα κάτι άλλο
συμβαίνει, και αυτό το «κάτι άλλο» κρύβεται στη λέξη «αλλά». Ο Πολυλάς
μεταφράζει το modo
ως είδος, ακριβώς επειδή γνωρίζει τον
σκοπό του ποιητή και κατανοεί εντελώς το εγχείρημά του: να εισαγάγει όχι απλώς έναν
νέο τρόπο, αλλά ένα σύνολο τεχνοτροπιών που με τα νήματα των διαφόρων υφών, που
το πλέκουν, θα συντεθεί στο τέλος νέο είδος, το οποίο θα είναι μεν misto, δηλαδή μιχτό,
αλλά –εδώ ακούγεται το κρίσιμο αλλά
που είπαμε–, επειδή η μίξη του δεν θα είναι ούτε μηχανικό σύγκραμα ή συμπίλημα,
αλλά ούτε και τυχαίο στοίβαγμα, το νέο είδος θα υπακούει κατ’ ανάγκην σε νόμο
διαλεκτικό, γι’ αυτό και θα είναι genuino, ήτοι νομίμως γνήσιο, με μία λέξη νόμιμο.
Νόμιμο: δηλαδή είδος ούτε πλαστό ούτε νόθο. Νόμιμο: δηλαδή
είδος κατά νόμον, όπερ σημαίνει κατ’
εφαρμογήν συγκεκριμένων αρχών και αξιωματικών παραδοχών, που λειτουργούν ως
γενικές αρχές και, άρα, είδος επιτρεπόμενο. Βραχυλογώντας μπορούμε να πούμε ότι
η μεταφραστική ερμηνεία του Πολυλά, έτσι όπως αρθρώθηκε, αποδεικνύεται ότι είναι
εντελώς σκόπιμη, καθώς κρηπιδώθηκε στο πραγματικό
περιεχόμενο –με άλλα λόγια στην ουσία–
του σολωμικού στοχασμού, για να αναδείξει όχι το τί λένε και σημαίνουν γενικώς
και αορίστως κάποιες κοινές λέξεις –modo, misto, genuino– αλλά το τί λένε οι συγκεκριμένες
λέξεις μέσα στον νου και μέσα από τη γραφίδα του Σολωμού, και δη ενταγμένες και
συνδυαζόμενες στο πλαίσιο του αυστηρού στοχαστικού προγράμματός του.
Μιας όμως και περί της «ουσίας» ο λόγος,
ας ξαναπιάσουμε, την ουσία του σολωμικού στοχασμού που συζητάμε εδώ. Το ότι ο
Όμηρος είναι το άκρο παράδειγμα της
κλασικής ποίησης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά από κανέναν. Περιττεύει,
επομένως, και η παραμικρή κουβέντα επ’ αυτού. Το ότι ο Σαίξπηρ δεν είναι (επ’
ουδενί!) ρομαντικός είναι τόσο γνωστό, που μας κάνει να απορούμε πώς, αλήθεια,
του κατέβηκε του Σολωμού όχι μόνο να τον θεωρεί ρομαντικό, αλλά και ως το άκρο παράδειγμα του ρομαντισμού. Και
απορούμε, διότι στα χρόνια του Σολωμού ελάχιστοι γνώριζαν τόσο πολύ και τόσο
βαθιά τα λογοτεχνικά πράγματα της Ευρώπης όσο αυτός. Από δε την αλληλογραφία
του αφ’ ενός και με πλήθος άλλων τεκμηρίων αφ’ ετέρου αποδεικνύεται ότι διέθετε
(ακόμα και για τους δικούς μας καιρούς) εκπλήσσουσα ενημέρωση γύρω από τα
λογοτεχνικά τεκταινόμενα στην Εσπερία. Τότε τί; Και γιατί αυτή η χονδροειδής
ανακρίβεια;
Ο ρομαντισμός ήταν το μοντέρνο
καλλιτεχνικό κίνημα της εποχής του Σολωμού που είχε εξαπλωθεί σε όλες σχεδόν
τις ευρωπαϊκές λογοτεχνίες και τις είχε κατακτήσει, παίρνοντας όμως στην κάθε
γραμματεία διαφορετική κατεύθυνση και άλλον χαρακτήρα. Ο ποιητικός κόσμος του
Σαίξπηρ ήταν το ad fontes των απανταχού
της Ευρώπης ρομαντικών. Χρειαζόμαστε, άραγε, καλύτερη απόδειξη από το ότι στη
Γερμανία, όπου ο ρομαντισμός έφθασε στο απόγειό του, οι μεταφράσεις των έργων του
Σαίξπηρ από τους αδελφούς Σλέγκελ και από τον Λουδοβίκο Τηκ, και μάλιστα από
τότε ήδη, δεν εθεωρούντο μεταφράσματα, αλλά κυριολεκτικώς έργα πρωτότυπα;
Νομίζω ότι δεν χρειαζόμαστε.
Είναι γνωστό και αναντίλεκτο ότι
μοντέρνα, ήτοι νεωτερική ποίηση, υπάρχει σε κάθε εποχή. Ο Αισχύλος είναι
μοντέρνος έναντι του Ομήρου· ο Αρχίλοχος είναι μοντέρνος έναντι του Αισχύλου· ο
Καλλίμαχος είναι μοντέρνος έναντι του Αρχιλόχου, κ.ο.κ. Το εκάστοτε κλασικό και
το εκάστοτε μοντέρνο τελούν σε αέναη διαλεκτική σχέση, όπου το μοντέρνο
προκύπτει κάθε φορά από επιτελεσθείσα άρση ενός παλαιότερου μοντέρνου που
τρέπεται σε κλασικό. Η αρχή, όμως, είναι ο Όμηρος – είναι η αναφορά όλων...
είναι το κλασικό κέντρο. Για τους μοντέρνους γερμανούς ρομαντικούς ο Σαίξπηρ
είναι –των αναλογιών τηρουμένων– το κλασικό κέντρο, ο δικός τους Όμηρος. Σε
αυτή την αδήλωτη αναγωγή προβαίνει ο Σολωμός, όταν ονομάζει τον Σαίξπηρ άκρο παράδειγμα του ρομαντισμού. Διότι
για αυτόν τα γιγαντιαία επιτεύγματα του λόγου είναι αποτελέσματα διαλεκτικής
συνέχειας με θέσεις και αντιθέσεις και με άρσεις των αντιθέσεων· και μπορεί μεν
να ανάγονται οπωσδήποτε σε κορυφαίους σταθμούς και σε πρωταρχές, αλλά
κατατείνουν στη δημιουργία νέων ειδών με νόμιμη καταγωγή από τα προγεγονότα
γένη. Για τον Σολωμό (αλλά και όχι μόνο για τον Σολωμό) η πρωταρχή της ποίησης
είναι ο Όμηρος· ο Σαίξπηρ είναι μεγάλος ποιητικός σταθμός (όπως είναι και ο
Δάντης και ο Γκαίτε) – τόσο μεγάλος, που συνιστά πρωταρχή ποιητικών εξελίξεων,
γι’ αυτό και ως προς τις εξελίξεις, που εκπορεύονται από αυτόν, λογίζεται
«Όμηρος»... Μεθόμηρος!
Του
τρίτου είδους –αυτού που αποκαλείται modo misto genuino / είδος μιχτό, αλλά νόμιμο– το άκρο παράδειγμα μάς λέει ο Σολωμός ότι
δεν το γνωρίζει. Αν και αφήνει ανοιχτές όλες πιθανότητες και επιτρεπτές όλες τις
υποθέσεις, κρίνω ότι δεν απαιτείται δα ιδιαίτερη «σοφία» για να αντιληφθούμε
την αιτία της ομολογούμενης «αγνοίας» του. Το ζητούμενο, ωστόσο, δεν είναι να
αναζητήσουμε δίκην λογοτεχνικού (και ηθικού) ντετέκτιβ τις μύχιες βουλές και
τους ευσεβείς πόθους του ποιητή, αλλά να βρούμε το τί ακριβώς εννοούσε στην
τρίτη πρόταση του στοχασμού εν σχέσει με τις δύο προηγηθείσες και ήδη γνωστές
μας. Αν ο –όπως τον εξηγήσαμε– «ρωμαντικός» Σαίξπηρ είναι νέος Όμηρος,
γινόμενος έτσι αυτόχρημα «κλασικός», τότε ο «νεωτερικός» αρχηγέτης του μιχτού, αλλά νόμιμου είδους, κατά την
ίδια αναλογία, αφ’ ενός είναι Σαίξπηρ, και αφ’ ετέρου, όσο Όμηρος είναι ο
Σαίξπηρ, είναι και Όμηρος, και, άρα, κλασικός... κλασικός και αυτός.
Έχοντας
ήδη προβεί στις προκαταρκτικές ανιχνεύσεις της ουσίας τού υπό συζήτηση
σολωμικού στοχασμού, μας μένει να δούμε τώρα τί διαλαμβάνει η σκοπούμενη «μικτότητα»,
που πρέπει να είναι «νόμιμη». Ξαναπιάνοντας το νήμα, που συνδέει τον Σολωμό με
τον Πετράρχη, θα πούμε ότι, ενώ οι σχετικές απόψεις του Πετράρχη είναι ενστικτωδώς
διαλεκτικές (και δεν θα μας απασχολήσουν καθόλου περαιτέρω), οι δικές του, που
αποτελούν ενδελεχή επεξεργασία του πασίγνωστου εγελιανού σχήματος «θέση –
αντίθεση – σύνθεση», έχουν βρει τρόπο να εκφρασθούν τόσο στο αυστηρά ποιητικό
έργο του, όσο και στον Διάλογο, όπου πρόκειται,
τρόπον τινά, για πρακτική εφαρμογή και αποτύπωση του θεωρητικού υποδείγματος.
Σε πρώτο
αναγνωστικό επίπεδο
το εγελιανό τριαδικό σχήμα «θέση
– αντίθεση – σύνθεση»
αρθρώνει μια
διαδικασία αναμίξεως στοιχείων, από όπου παράγονται
αλυσιδωτά «συνθέσεις», στις οποίες εμπεδώνεται βαθμιδωτά μία ακύμαντη, μία
αδιατάρακτη, θα λέγαμε, στοχαστική γαλήνη. Αν, όμως, ξεγελαστούμε και μείνουμε
στην ειρημένη ανάγνωση, κινδυνεύουμε να ξεπέσουμε σε παραναγνώσεις, όπου θα
θεωρούμε ότι η συνθετική μικτότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από γέννημα ή/και απότοκο
μιας καθαρά μηχανιστικής συμπεριφοράς που στοιχειώνει αθροιστικά πάσης φύσεως
συσσωρεύσεις. Και βεβαίως δεν ήταν καθόλου αυτό το εγελιανό ζητούμενο του
Σολωμού. Ο Σολωμός προκρίνει τη μικτότητα του νέου είδους, που σκοπεύει να
συνθέσει, ως άρνηση – ως άρνηση μεν, αλλά
ως άρνηση εγελιανή: όχι, δηλαδή, ως απόρριψη ή/και ως εξαφάνιση, ούτε ως λήθη
ή/και ως αποφατικότητα, αλλά ως «προσδιορισμένη άρνηση» (ως «bestimmte
Negation»), η οποία, χωρίς να εκμηδενίζει ή/και να ακυρώνει τίποτα, λαμβάνει τα
πάντα υπόψη της και τα ενσωματώνει σε ουσία περιεχομένου.
Στο σημείο αυτό
κρίνουμε απαραίτητο να τονίσουμε ότι ο Ιάκωβος Πολυλάς, θέλοντας να
προστατεύσει τον Σολωμό, όταν μεταφράζει το in modo misto genuino, εισάγει σκοπίμως το
αντιθετικό (διάβαζε: το προσδιορισμένα αρνητικό) αλλά, όχι αποκλειστικώς χάριν της εγελιανής ορθοδοξίας, αλλά και
για έναν λόγο αυτόχρημα πρακτικό: γνώριζε πολύ καλά ο ίδιος ότι η κυρίαρχη
κουλτούρα της εποχής του δεν άντεχε τις αναμείξεις. Έκανε ό,τι έκανε, πρωτίστως
για να γλιτώσει από έναν αχρείαστο μπελά: από τον μπελά να πρέπει να
απολογείται υπέρ του Σολωμού για ποιόν λόγο ο Σολωμός δεν ήταν πουριστής! Γι’
αυτό και μεταφράζει τη λέξη genuino ως
νόμιμο και όχι –όπως θα ήταν από πάσης απόψεως αναμενόμενο– ως γνήσιο. Ήθελε, με την επιλογή του αυτή,
να τονίσει ότι η σκοπούμενη από τον Σολωμό μικτότητα θα ήταν μικτότητα που θα
υπάκουε σε κανόνες, θα ήταν με άλλα λόγια μικτότητα νόμιμη, καθό διαλεκτική.
Πάντως τα
διαλεκτικώς σκοπούμενα του Σολωμού δεν απαρτίζουν καν ακόμα θέση και δεν συγκροτούν
ακόμα τρόπο θεωρήσεως. Και αν καταδηλώνεται η κλασικότητα και η ρομαντικότητα
των πηγών του συνθέματος ως νέου είδους, η διαλεκτική του ποιητή ορμάται από τη
συστηματική, τη μεθοδική και την εντελή ενσωμάτωση όλων των σχετικών και επί
μέρους θέσεων και θεωρήσεων, και κατατείνει στην άρση του συνόλου των
μονομερειών τους· εγελιανή ορολογία χρησιμοποιώντας θα πούμε ότι «αληθές» δεν
είναι ποτέ το ιδιαίτερο και το επί μέρους, αλλά αποκλειστικώς και μόνον «το
όλον»,
κάτι που ενστερνίζεται ο
Σολωμός και που το διαβάζουμε σχεδόν σε κάθε στοχασμό του, καθώς επιζητά παντού
την Aufhebung, την «προσδιορισμένη άρνηση»,
που μπορούμε να της δώσουμε το ωραίο και πολύσημο ελληνικό όνομα «άρση». Το νέο
είδος που θα είναι
μιχτό, αλλά νόμιμο,
είναι άρση του όποιου κλασικού και του όποιου ρομαντικού στοιχείου, που όμως δεν
ακυρώνονται, ούτε εκμηδενίζονται, αλλά –κατά σειρά– προσδιορίζονται,
φυλάσσονται και αίρονται. Αλλά –ερωτάται– αν τα στοιχεία προσδιορίζονται
εξατομικευόμενα και αν φυλάσσονται από κοινού ως μονάδες, πώς αίρονται εν τέλει
εν όλω; Ιδού μια απάντηση στο ερώτημα – απάντηση γνήσιας εγελιανής κοπής: ο
νους του ποιητή, αρθρώνοντας κριτικά τον λόγο του με γλωσσικά σημεία και
προχωρώντας από συνειδητό μόρφωμα σε συνειδητό μόρφωμα, όπου το κάθε νέο
επίτευγμα θα αποτελεί προσδιορισμένη άρνηση του προηγούμενου μορφώματος και εν
ταυτώ νέα θέση που θα την διορίζει ως Είναι, έρχεται στο τέλος και τα σηκώνει
ψηλά ως νέο αντικείμενο (
Gegenstand)
και τα δείχνει ως θέσεις και θεωρήσεις του, που συμμίγνυνται με κίνηση
διαλεκτική και απαρτιώνουν σε έργο το ζητούμενο νέο είδος, που θα συνιστά και
την καθολική αλήθεια, «το όλον».
Εκ προοιμίου
ομολογούμε ότι αμέσως τώρα επιλέγουμε να κινηθούμε σε ένα απλοποιημένο γνωσικό
σχήμα. Αν δίπλα στο «κλασικό», που είναι θέση, τοποθετήσουμε το «ρομαντικό»,
που είναι επίσης θέση, αυτομάτως στη θέση του κλασικού αντιτίθεται η θέση του
ρομαντικού, κι έτσι δημιουργούμε το ζεύγος «θέση – αντίθεση». Όντας αντιμέτωπες
η θέση και η αντίθεση συγκρούονται και δημιουργούν μια νέα κατάσταση, τη
σύνθεση, η οποία, ως νέο έργο, θα είναι έργο συντεθημένο, δηλαδή κάτι μιχτό, με τον τρόπο που ήδη
προσδιορίσαμε, κάτι δηλαδή μεταξύ του «παλαιού» και του «νέου». Αυτό το μιχτό, όντας σύνθεση, γίνεται νέα θέση,
στην οποία θα έλθει μία άλλη θέση να λειτουργήσει ως αντίθεση για να προκύψει
μία νέα σύνθεση, ένα καινούργιο μιχτό
δηλαδή, που με τη σειρά του θα γίνει θέση, στην οποία θα έλθει μία άλλη θέση να
λειτουργήσει ως αντίθεση για να προκύψει μία νέα σύνθεση, ένα άλλο καινούργιο μιχτό δηλαδή, κ.ο.κ., έτσι ώστε να
φτάσουμε μέσα από αυτό το διαρκώς εκπτυσσόμενο τριαδικό διαλεκτικό σχήμα στο
ανεπτυγμένο όλον, που θα είναι η μικτή καθολική αλήθεια.
Έχουμε ήδη πει,
όμως, ότι στη διαλεκτική τα πράγματα δεν χωρούν μηχανιστικά: οι γιγνόμενες
συνθέσεις δεν είναι συγκράματα ή συμπιλήματα ή στοιβάγματα! Υπάρχουν μεν
απολύτως αντίθετα ζεύγη, όπως, λ.χ., «άσπρο-μαύρο», «παλιό-νέο», «άνω-κάτω»,
αλλά ανάμεσα στα απολύτως αντιτιθέμενα στοιχεία υπάρχουν και ενδιάμεσες
«θέσεις» με διπλής κατευθύνσεως αντιθέσεις, όπως, π.χ., εν προκειμένω το
«γκρίζο», το «πρόσφατο», το «παραδίπλα». Κι έπειτα οι εν λόγω ενδιάμεσες
«θέσεις» υπάρχει περίπτωση να γίνουν απότομα και δια μιας το αντίθετό τους,
όπως στην περίπτωση της μπάλας που ήταν «πάνω» στο τραπέζι και έπεσε «κάτω» στο
πάτωμα, για να νιώσουμε με αυτό το απλοϊκό παράδειγμα πώς μπαίνουν στο παιχνίδι
του λόγου και οι αντιφάσεις: ένα πράγμα ή μια κατάσταση έρχεται σταδιακά να
συγκρουσθεί με ό,τι συνιστά τον εαυτό του ή τον εαυτό της, ώσπου να καταλήξει
νά μετατραπεί στο αντίθετό του ή στο αντίθετό της. Η νόμιμη μικτότητα όχι μόνο
δεν αποστρέφεται τις αντιφάσεις, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τις ευγνωμονεί
κιόλας, διότι συνιστούν αν όχι μέτρο, σίγουρα πάντως συνιστούν εγγυητές της
αληθείας της, μιας και υπάρχουν για να αρθούν οπωσδήποτε κάποια στιγμή στο
μέλλον: ο λόγος της ύπαρξής τους δεν είναι άλλος από την προσδιορισμένη άρνησή
τους, από την άρση τους.
Είδαμε
ότι ο Πετράρχης θέλει το νέο είδος να γεννιέται ανάμεσα στο στυλ των moderni και των prisci, ανάμεσα δηλαδή
στο ύφος των νεωτερικών ή παγανιστών
διανοητών και των αρχαίων ποιητών· ο
Σίλλερ το αναζητά στη σύνθεση του συναισθηματικού
με το αφελές· και ο Σολωμός στην
ένωση του ρωμαντικού με το κλασικό. Και οι τρεις τους είδαμε ότι είτε
έτσι είτε αλλιώς ή παραλλιώς προκρίνουν το νέο είδος ως εμπέδωση νόμιμης
μικτότητας. Στις γραμμές που θα ακολουθήσουν λίγο παρακάτω θα παραθέσουμε δύο
παραδείγματα από το έργο του Σολωμού, παραδείγματα άκρως ενδεικτικά, τα οποία έχουν
να κάνουν με το σολωμικό λεξιλόγιο και με τη γλώσσα που, ενώ δεν είναι μόνο
λέξεις, ξεκινά και καταλήγει σε λέξεις. Για να έχει «νόημα» η γλώσσα
εμπεδώνεται στο σώμα των λέξεων· για να έχει «νόημα» ο λόγος προσηλώνεται στη
δυναμική των λέξεων· το ανοιχτό, ωστόσο, εύρος των ήδη γνωστών σημασιών, από το
οποίο προκύπτει κάθε φορά με τρόπο ερμηνευτικό και ποιητικό η προσδιορισμένη επικυρίαρχη
έννοια, επιτρέπει τη διάνοιξη νέων σημασιακών οριζόντων και ευνοεί πρωτόγνωρες,
γι’ αυτό και άγνωστες ακόμα συνάψεις, πλην όμως υπομειώνει την παρονομαστική
ισχύ του λόγου. Ιδού δε πώς και γιατί!
Μολονότι ο ακέραιος λόγος είναι ο Θεός, το
πρώτο εδάφιο από το Κατά Ιωάννην μάς
φωτίζει βεβαιώνοντάς μας με δογματική ατρεπτότητα ότι Εν αρχή ην ο λόγος, και ο λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο λόγος.
Η τριττή αναφορά στον «λόγο» σημαίνει ότι ιδιότητα του λόγου είναι ακριβώς η
διαιρετότητά του. Η δε τριπλή χρήση του ρήματος ην φανερώνει ότι ο λόγος ως Θεός ήταν «εν αρχή», ήταν «προς τον
Θεόν» και ήταν «Θεός»· τώρα όμως «εστί» αλλού: είναι πια στους ανθρώπους, καθώς
τους έχει διανεμηθεί από τον Θεό. Οι άνθρωποι είναι κλάσματα λόγου που ζώντας
μαζί, εν κοινωνία, ομού, αποτελούν ομάδες ή ομίλους που ομιλούν εκφωνώντας
κλάσματα του κλασματικού λόγου του και κρατούν στον νού τους ό,τι δεν εννοούν ή
δεν θέλουν να εξωτερικεύσουν. Και επειδή ο ενδιάθετος λόγος είναι πάντοτε
πλουσιότερος από τον εκφερόμενο, και επειδή το raison
είναι πάντοτε δυνατότερο από το discours, γι’ αυτό και
με τη γνωσική του δεινότητα παράγει συνεχώς γλωσσική ύλη για να ονομάζονται τα
πράγματα. Αλλά όσο αυξάνεται αυτή η γλωσσική ύλη, τόσο μεγαλώνει ο παρονομαστής
του κλάσματος και τόσο μειώνεται η τιμή του.
Δεν θα ανέφερα τίποτε από όλα αυτά, αν
δεν χρειαζόταν να μιλήσω για τον ποιητή, ο οποίος δίκην δημιουργού καταλαμβάνει
στο κλάσμα τη θέση του αριθμητή, που δεν μπορεί να είναι άλλος από τη μονάδα.
Στον παρονομαστή του ποιητικού κλάσματος συμποσούνται μεγέθη μικρότερα ή
μεγαλύτερα της μονάδος, ποτέ ίσα με αυτήν. Αν ήσαν ίσα με αυτήν, ο ποιητής θα
ήταν βωβός και το ποίημα θα ήταν σιωπή – όπερ άτοπον. Επειδή το ποίημα αίρει με
λέξεις τη σιωπή, είναι κατ’ αρχήν κατόρθωμα λεκτικό: είναι εκφορά αρθρωμένου
λόγου αποσπασμένου από τον πλούτο που ενδιατίθεται στον νου του ποιητή.
Πρόκειται για γλωσσικό απόσπασμα, που ομιλεί δια του ποιητού τη γλώσσα που
θεωρεί ο ποιητής ότι είναι η γλώσσα που ομιλεί ο λαός, μέλος του οποίου είναι ο
ίδιος. Το ποίημα είναι έτσι κάτι το μιχτό,
με τον τρόπο που το περιγράψαμε σε προηγούμενη παράγραφο: αρθρώνεται μέσω μιας μακράς
αλυσίδας διακριτών άρσεων, χωρίς εν τούτοις να αποκλείονται από τη διαδικασία
της συγκρότησής του σε λόγο οι αντιφάσεις, των οποίων η εμφιλοχώρηση οφείλεται
ακριβώς στο ποιόν της αντίληψης που διαθέτει ο ποιητής ως προς τα πράγματα και
για τα πράγματα. Το ποίημα καταλήγει έτσι να είναι η αλήθεια του ποιητή όπως
την αποσπά από το στόμα του λαού και τη λέει με τα δικά του λόγια όπως την
αντιλήφθηκε. Γι’ αυτό και έργο του ποιητή είναι να αγωνίζεται να ετοιμάζει με
κλάσματα λόγου, παρμένα από τον λαό του, πάντα ένα νέο είδος, ένα νέο ύφος, που
θα είναι εξ ανάγκης μικτό· αλλά –το ξαναλέμε– η επιποθούμενη μικτότητα δεν θα προκύπτει
ποτέ ως μηχανικό άθροισμα ποικίλων ετεροκλήτων στοιχείων, αλλά ως σύνθεση
αντιτιθεμένων θέσεων και ως αναχωνευμένο μέσα στη διάνοια του ποιητή προϊόν
επαλλήλων άρσεων που συνυφαίνονται νόμιμα και βάσει κανονικών και θεσμισμένων
επιλογών.
Στον Διάλογό
του ο Σολωμός καταθέτει πλήθος στάσεων και στιγμιοτύπων της προγραμματικής
ποιητικής του που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο εναγκαλίζονται θεωρητικά τη
νόμιμη μικτότητα. Από το μεγάλο σύνολό τους επιλέγουμε να αναφερθούμε στα δύο
κύρια χαρακτηριστικά του εκπεφρασμένου ποιητικού λόγου του: πρώτον, στη νόμιμη
ένταξη λογίων λεκτικών επιβιώσεων στο σώμα του λόγου του δημοτικού, καθότι
–όπως εμφατικά επισημαίνει– «ο διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός» και «η λέξη
είναι το σημείο της ιδέας»
και, δεύτερον, στο ότι «Κάθε γλώσσα πρέπει εξ ανάγκης να έχη λέξες από άλλες
γλώσσες». Αν και
λογικώς περιττεύει, εμείς, μη φοβούμενοι μήπως παρεξηγηθούμε και
χαρακτηρισθούμε ως αφόρητα περιττολογούντες, θα επιμείνουμε στα παραπάνω λόγια
και θα τα συμπληρώσουμε με ένα διευκρινιστικό σχόλιο: η θέση της δεύτερης πρότασης,
που είναι κρίκος στη διαλεκτική συνέχεια, συνέπεται προς τη θέση που
διατυπώνεται στην πρώτη πρόταση.
Ο Σολωμός με τον Διάλογό του και με το εν γένει ποιητικό έργο του είναι ο θεωρητικός
και ο πρακτικός αντίστοιχα θεμελιωτής της δημοτικής γλώσσας, που είναι η
ομιλούμενη και η καθομιλούμενη γλώσσα μας. Ειρήσθω, μάλιστα, εν παρόδω ότι, αν
είχε προσεχθεί το παράδειγμά του, δεν θα είχαμε φτάσει να ζήσουμε ως γλωσσική
κοινότητα τα δεινά που βιώσαμε σε ό,τι αφορά το λεγόμενο «γλωσσικό ζήτημα». Αλλά
τελικά φαίνεται ότι τον Σολωμό τον αναγόρευσαν σε εθνικό ποιητή οι παμποίκιλοι
Φαναριώτες του πνεύματος, για να τον νεκρώσουν και να τον αποθέσουν δολίως στο
μαυσωλείο της λήθης, οπότε και, μαντρώνοντάς τον σε ένα ιδιότυπο γκέτο σχολικού
σεβασμού, να νομιμοποιούνται να μην τον ακούνε και να ξεμπερδέψουνε μαζί του
μια και καλή και επισήμως. Ξαναρίχνοντας εδώ και τώρα λίγο φως στη σολωμική
γλωσσική σκέψη, ασφαλώς και δεν προτιθέμεθα να επαναλάβουμε χιλιοειπωμένα και
εξόχως πληκτικά πράγματα, αλλά δεν μπορούμε και να μην επισημάνουμε ότι τόσο οι
ποικιλώνυμοι καθαρολόγοι όσο και οι ακραιφνείς δημοτικιστάδες δεν ήσαν τίποτε
άλλο παρά φανατικοί καθαρευουσιάνοι: οι μεν της «καθαρεύουσας καθαρεύουσας», οι
δε της «καθαρεύουσας δημοτικής». Και η μεν «καθαρεύουσα καθαρεύουσα» των μεν
δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα αποστεωμένο και κακέκτυπο νεόπλασμα της αρχαίας
αττικής διαλέκτου, η δε «καθαρεύουσα δημοτική» των δε δεν ήταν παρά το κωμικό
έως και γελοίο προϊόν της μωροπιστίας και της φαντασίας κάποιων φανατικών και
κολλημένων που νόμιζαν μάλιστα ότι οι σχεδόν άσημες λέξεις τους έβγαιναν απ’
ευθείας μέσα από το δημοτικό τραγούδι. Ούτε τους μεν ούτε τους δε τούς ένοιαζε
καθόλου η γλώσσα – το μόνο που τους απασχολούσε ήταν τούτο: να είναι η καθαρεύουσά
τους ή η δημοτική τους καθαρή, αγνή και αστιγμάτιστη στο επίπεδο της κατά μόνας
λέξεως. Το ζήσαμε και στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης του ’74: οι
επαγγελματίες δημοτικιστάδες «μετέφραζαν» τότε τις λέξεις της καθαρεύουσας σε
λέξεις της δημοτικής, αλλά για να μιλήσουν χρησιμοποιούσαν το συντακτικό τυπικό
της καθαρεύουσας! Αυτό, βέβαια, δεν είναι μιχτό
είδος, όχι επειδή δεν είναι νόμιμο, αλλά επειδή –κανονικά– είναι μη-είδος!
Ο Σολωμός στον Διάλογό του μιλάει για τη δημοτική γλώσσα ως λόγο ομιλούμενο, ως
ομιλία. Ο ομιλούμενος λόγος είναι ο εν χρήσει λόγος, γι’ αυτό και φθείρεται –
όπως, άλλωστε, φθείρονται όλα τα χρησιμοποιούμενα πράγματα, παλαιά και νεώτερα.
Φθειρόμενες τελείως χάνονται λέξεις, όχι όμως από χρήση, αλλά περιπίπτοντας σε
αχρησία: χάνονται από μη-χρήση, από αρνητική χρήση, από την προσδιορισμένη
άρνησή τους – για να προσφύγουμε στο γνωστό μας εγελιανό σχήμα. Αλλά η χρήση
του λόγου γεννά και μη ολοκληρωτικές γλωσσικές φθορές που, όμως, επειδή παραμένουν
εν χρήσει, νομιμοποιούνται: έτσι καθαγιάζονται τα διάφορα λάθη που βαφτίζονται
(σε όλες τις γλώσσες του κόσμου) εξαιρέσεις,
που θα μπορούσα με τις χαρακτηρήσουμε και ως εξ=άρσεις Και έτσι
χρησιμοποιούνται και τα κανονικά και τα κατ’ εξαίρεσιν – με ήθος νόμιμης
μικτότητας, διότι συναπαρτίζουν είδος
μιχτό, αλλά νόμιμο. Και επειδή δεν υπάρχουν γλωσσικοί συνοριοφύλακες για να
αποτρέπουν τις παράνομες μεταναστεύσεις γλωσσικών όντων, όλες οι γλώσσες του
κόσμου έχουν, κατ’ ανάγκην, «ξένες λέξες» νομίμως. Το κατ’ ανάγκην ορίζει εδώ και τη νομιμότητα της μικτότητας. Από το
έλασσον προς το μείζον κινούμενοι και χαλκεύοντας με προσδιορισμένες αρνήσεις κρίκους
άρσεων και άρσεων στη γλωσσική αλυσίδα φτάνουμε διαλεκτικά από την αρχή του λεξήματος
στο τέλος του ποιήματος και στο ύφος. Η νομιμότητα της πρωτοταγούς μίξης στο
επίπεδο της απλής λέξης εγγυάται τη νομιμότητα της νυοταγούς μίξης στο επίπεδο
του σοφιστευμένου ποιητικού ύφους. Αλλά και ανάποδα: στη δυνατή νυοταγή μίξη
στο επίπεδο του σοφιστευμένου ποιητικού ύφους προσανατολίζονται νόμιμα όλες οι
πρωτοταγείς μίξεις στο επίπεδο των απλών λέξεων. Όπερ, με λίγα λόγια, σημαίνει:
ο πουρισμός βλάπτει τον λόγο· τον ακρωτηριάζει, τον καταντά άσημο, ενίοτε δε
τον δολοφονεί καθιστώντας τον άλογο. Η νόμιμη μικτότητα, αντιθέτως, με την
μιγαδική σύνθεση πραγματικότητας και φαντασίας, προς την οποία κατατείνει, εγκαινιάζει
συνεχώς και αδιαλείπτως, ήτοι διαλεκτικώς πάντοτε νέες δυνατότητες ύφους.
Έχουμε
ήδη πει στην αρχή της ομιλίας μας ότι η στοχαστική προσταγή του Σολωμού περί
επιλογής λογοτεχνικού εκφραστικού ρεύματος απευθυνόταν στον εαυτό του: Σκέψου καλά κ.τ.λ. – του έλεγε. Το ότι ο
ίδιος πραγμάτωσε ποιητικά το είδος μιχτό,
αλλά νόμιμο το γνωρίζουμε όλοι πια – και, άρα, ξέρουμε και ποιός ποιητής
είναι το άκρο παράδειγμα του
νεωτερικού αυτού ρεύματος, που είναι και κλασικό και νεωτερικό και
κάτι άλλο διαλεκτικώς συντεθέν. Όντας δεινός διαλεκτικός ο ίδιος, και έχοντας
συναίσθηση των πραγμάτων και δη του ότι άνευ πρακτικού αντικρίσματος δεν είναι
εναργές το θεωρητικό υπόδειγμα, ακριβώς για να εξοπλίσει τους μαθητές της
σχολής του με τα αναγκαία και χρήσιμα όπλα της νόμιμης μικτότητας, ανέθεσε στον
κορυφαίο μαθητή του... σε αυτόν που, αν δεν υπήρχε, Διονύσιο Σολωμό εμείς ίσως
δεν θα γνωρίζαμε ποτέ... τον Ιάκωβο Πολυλά εννοώ... ο Σολωμός ανέθεσε στον
πρωτόκλητο μαθητή του Πολυλά να μεταφράσει τόσο τα δύο ομηρικά έπη, όσο και την
Τρικυμία και τον Άμλετ του Σαίξπηρ. Και ο Πολυλάς τα μετέφρασε πλέκοντας στο –για να
θυμηθούμε τον Φραγκίσκο Πετράρχη, από τον οποίο και ξεκινήσαμε– ύφος των
συγχρόνων του το ύφος το παλιό, για να συνθέσει κάτι άλλο εις είδος μιχτό, αλλά νόμιμο.
Αλλά μιας και θυμηθήκαμε ξανά τον
Πετράρχη, ας κλείσουμε την ομιλία μας διαβάζοντας σε ελληνική μετάφραση το
σονέτο του εκείνο, από όπου ξεκινήσαμε να ανιχνεύουμε τις πρωταρχές της σολωμικής
στοχαστικής εντολής: εις είδος μιχτό,
αλλά νόμιμο. Το μετάφρασμα είναι δικό μας:
[ΑΝ,
ΦΙΛΕ ΜΟΥ, ΟΥΤΕ Ο ΕΡΩΣ ΟΥΤΕ Ο ΧΑΡΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑ]
Αν, φίλε μου,
ούτε ο Έρως ούτε ο Χάρος εργασία
ανοίξουνε
να μου ξηλώσουν ό,τι τώρα υφαίνω
–
κι ελεύθερα δουλεύω (και τους τό ’χω ειπωμένο)
με
τον παγανισμό και τη χριστιανική θρησκεία –
μικτό είδος ίσως
βγει, αλλά νόμιμο... διπλή ευτυχία,
απ’
την ανάμιξη του παλαιού με το μοντέρνο·
και
θά ’ν’ καλό (τολμώ να πω με κάποιον φόβο) ξένο
στην
ποίηση ίσαμε τώρα, και στη Ρώμη θά ’ρθει μία
τρανή χαρά σε
σένα. Μα, να, πώς στην πλέξη τόσου
καλού
έργου κάποια νήματα μού λείπουν, και μου μένει
στου
Αυγουστίνου νά ’βρω τις γραφές περίσσια κάλλη.
Γι’ αυτό, ας μη
μένουνε τα χέρια σου γροθιά κλεισμένη!
Παρακαλώ,
άνοιξέ τα, κατά το συνήθειό σου,
και
η πένα μου θα δείς τί στίχους θαυμαστούς θα βγάλει!
Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, τόμος πρώτος
«Ποιήματα», ό.π., σελ. 209.
Διονυσίου
Σολωμού, Στοχασμοί, φιλολογική
επιμέλεια ιταλικού κειμένου Massimo Peri, προλεγόμενα – μετάφραση Στυλιανός Αλεξίου,
φιλοσοφικός σχολιασμός Κώστας Ανδρουλιδάκης,
Στιγμή,
Αθήνα 1999, σελ. 31. – Διονυσίου Σολωμού «Στοχασμοί» στους «Ελεύθερους
Πολιορκημένους», ιταλικό κείμενο, μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια Γιώργος Βελουδής,
Εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα 1997, σελ. 32. Οι μεταφραστική εκδοχή των Αλεξίου και
Βελουδή είναι ακριβώς η ίδια· απλώς από τη μετάφραση του Βελουδή λείπει το
κόμμα μετά τη λέξη μικτό.
Ο Στυλιανός
Αλεξίου στο Διονυσίου Σολωμού, Στοχασμοί,
ό.π., σελ. 10, γράφει ότι «Η νέα μετάφραση των Στοχασμών επέτρεψε την απαλλαγή του ελληνικού κειμένου από σειρά
πεπαλαιωμένων ή σπανιότατων, περίεργων και ακατάληπτων σήμερα λέξεων ή
εκφράσεων που είχε χρησιμοποιήσει ο Πολυλάς». Αναφέρει, μάλιστα, ό.π., σελ. 11-12, πολλά σχετικά
παραδείγματα.
Ενδεικτικώς:
Διονυσίου Σολωμού, Στοχασμοί, ό.π.,
σελ. 74.
Φρίντριχ
Σίλλερ, Περί αφελούς και συναισθηματικής
ποιήσεως, μετάφραση Παναγιώτης Κονδύλης, Στιγμή, Αθήνα 1985, σελ. 133.
Petrarca, Canzoniere, άσμα υπ’ αριθμ. XL (: S’Amore o Morte non dà qualche stroppio), στ. 6.
Για την
πετραρχιανή αυτή τάση κατά την εποχή του Σολωμού και λίγο αργότερα πρβλ. το έργο Sebastiano Valerio, Tra lo stil de' moderni e il sermon prisco : la poesia latina di
Pascoli e l'opera critica di Checchia, Palomar, Bari 2004.
Petrarca, Canzoniere, άσμα υπ’ αριθμ. CLXXIII (: Mirando 'l sol de' begli occhi sereno), στ. 6-7.
Διονυσίου
Σολωμού, Στοχασμοί, ό.π., σελ. 11-12.
– Εν παρόδω σημειωθήτω ότι μας παραξενεύει η επιλογή του επιθέτου
«ετεροκλίτου», αντί του κατά τη γνώμη μας ομοήχου του και ορθού «ετεροκλήτου».
Διονυσίου
Σολωμού, «Στοχασμοί», ό.π., σελ. 52,
και Γιώργος Βελουδής, Διονύσιος Σολωμός.
Ρομαντική ποίηση και ποιητική. Οι γερμανικές πηγές, Γνώση, Αθήνα 1989, σελ.
374-395.
Συνηθίσαμε να
το λέμε έτσι, παρόλο που σε καμμία σελίδα του Εγέλου δεν απαντάται το σχήμα
αυτό, πρόκειται δε για καθαρό επινόημα του Σέλλινγκ που του αποδόθηκε ύστερα
από τον θάνατό του!
G.W.F. Hegel, Phänomenologie
des Geistes, στο G.W.F. Hegel, Werke in 20 Bänden, έκδοση με την επιμέλεια των Eva Moldenhauer και Karl Markus Michel, Suhrkamp Verlag,
Frankfurt a.M. 1970, τ. 3, σ. 23: Das Wahre ist das Ganze.
Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, τόμος δεύτερος
«Πεζά και Ιταλικά», ό.π., σελ. 14.
Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, τόμος δεύτερος
«Πεζά και Ιταλικά», ό.π., σελ. 16.