ΤΙ ΕΦΕΡΕ Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
Το βιβλίο του Γκάμπριελ Κουν "Ποδόσφαιρο εναντίον Κράτους" (Εκδόσεις 24 γράμματα, Αθήνα 2020), που μετέφρασε ο παλιός μου μαθητής Βαγγέλης Τσίρμπας και που έχω γράψει το ακόλουθο ο προλογικό σημείωμα:
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο αναγνώστης κρατάει στα χέρια του ένα βιβλίο που λέει μια βαθιά αλήθεια για τον χαρακτήρα του ποδοσφαίρου. Είναι γνωστό πια, ιδίως στα χρόνια της απόλυτης σχετικοκρατίας (που βολεύει όλους εκείνους που έχουν τουλάχιστον ένα «πάνω χέρι»), ότι δεν υπάρχει «η» αλήθεια, αλλά αυτό που ο καθένας βλέπει ή θεωρεί ως αλήθεια. Και έρχονται και κάποιοι «έξυπνοι» και προσθέτουν ότι τη μοναδική αλήθεια δεν την διεκδικούν «πια» ούτε οι φυσικοί νόμοι, και ότι μόνο μια θρησκευτική και εξ αποκαλύψεως αντίληψη του κόσμου προσφέρεται ως υποδοχέας μοναδικών και απαρασαλεύτων αληθειών. Εν τάξει, ίσως τράβηξαν αρκετά σε μάκρος τούτες οι πρώτες αράδες. Γι’ αυτό και θα το διατυπώσω με βραχύτητα: η αρχετυπική αλήθεια του ποδοσφαίρου έγκειται στη λαϊκότητα και στην ομαδικότητά του. Οι δύο όροι μάλιστα συνδέονται ακατάλυτα την ιστορική στιγμή της γέννησης του σπορ – αργότερα, δια των ποικίλων ερμηνειών που δέχτηκαν, έφτασαν να έχουν μεν απομακρυνθεί ο ένας από τον άλλον, αλλά να εξακολουθεί υφιστάμενος ακόμα ένας κάποιος οσοδήποτε χαλαρός δεσμός μεταξύ τους. Να τολμήσω να το πω: όπως θυμόμαστε αμυδρά και τρόπον τινά φολκλορικά διάφορα έθιμα «χαμένα» ή «ξεχασμένα» (τρόπος του λέγειν, αφού τα θυμόμαστε και τα τηρούμε όπως τα τηρούμε), έτσι, με «παραδοσιακό» ήθος, διατηρείται ο δεσμός της λαϊκότητας με την ομαδικότητα του ποδοσφαίρου. Κι έτσι όπως έχουν έλθει πια τα πράγματα, πάνω σε τούτο τον δεσμό πρέπει να χτιστεί ό,τι είναι να χτιστεί στο μέλλον για το ποδόσφαιρο υπέρ του ποδοσφαίρου και των ανθρώπων που το λατρεύουν.
Εξηγούμαι: Η μεν λαϊκότητα είναι πια σχεδόν αποκλειστικά οπαδισμός, η δε ομαδικότητα είναι condition sine qua non, παναπεί όρος απαραίτητος για τον εγγενή χαρακτήρα του σπορ που λέγεται ποδόσφαιρο. Στην αρχή της προηγούμενης περιόδου έγραψα «είναι πια»· θα μπορούσα (μάλλον: θα έπρεπε) να έγραφα «έχει καταντήσει», χωρίς να έχω καμία πρόθεση να δειχθώ απαξιωτικός. Ο ρους των εξελίξεων, η φορά των πραγμάτων, οι συνήθειες των ανθρώπων και πάμπολλα τέτοια γενικευτικά στερεότυπα, που έχουν γίνει επίκτητη συνείδηση των ασχολουμένων με τα σπορ, αποδεικνύονται παράγοντες ισχυρότατοι στο να έχουν συσκοτίσει (αν όχι και τελείως διαστρεβλώσει) την αρχετυπική αλήθεια του ποδοσφαίρου. Γιατί –ερωτώ– τι σχέση έχει το σημερινό ποδόσφαιρο της FIFA με το ιστορικό ποδόσφαιρο των εγγλέζικων Midlands ή των βραζιλιάνικων φαβελών και των απανταχού της γης αλανών;
Λατρεύω το ποδόσφαιρο τόσο, όσο και ο συγγραφέας του βιβλίου, και μου έχει μείνει μια κάποια πίκρα που, ενώ «ήξερα καλή μπάλα» και ήμουν και «γκολτζής», δεν κατάφερα να παίξω σε αναγνωρισμένη ομάδα. Και βέβαια υποστηρίζω την ομάδα μου στην Ελλάδα, και μερικές ομάδες σε άλλες χώρες – όπως και αντιπαθώ κάποιες ομάδες στην Ελλάδα και το ίδιο ακριβώς και σε άλλες χώρες. Αυτά είναι κανονικά πράγματα. Οι συμπάθειες και οι αντιπάθειες τις πιο πολλές φορές, αν όχι πάντα, είναι μεν τυχαίες, αλλά από τη στιγμή που θα γίνει η κρίσιμη επιλογή, τότε όλες οι άλλες επιλογές είναι ακράδαντα λογικές. Το ποιος θέλω εγώ να νικάει εκείνον που θέλω εγώ να χάνει είναι ίσως ό,τι πιο καθαρό μας έχει απομείνει από την αρχέγονη σύλληψη του football στα χωράφια της Αγγλίας. Μόνο που εκείνο το «εγώ» εντασσόταν τότε υποχρεωτικά σ’ ένα υπέρτερο «εμείς», επειδή η αντίληψη για το άθλημα ήταν ταξική και μόνο ταξική: με ποιους συμπαρατάσσομαι εναντίον ποιών. Τόσο απλά. Αλλά τότε, in the very beginning, υπήρχε και κάτι απλούστερο: η αντίληψη ότι εμείς παίζουμε ένα παιχνίδι που δεν το παίξουν οι άλλοι, αυτοί που παίζουν, φέρ’ ειπείν, cricket ή ό,τι άλλο. Αυτές οι δύο βαθμίδες της ταξικότητας του ποδοσφαίρου οδηγούν οπωσδήποτε –σαν να είναι πορεία σε μονόδρομο– το «εγώ» στο «εμείς»: ποδόσφαιρο δεν υφίσταται χωρίς «ομάδα» (οργανωμένο σύνολο με βάση κανόνες σεβαστούς από όλους) και χωρίς «αντίπαλο», ο οποίος συνιστά ομοίως οργανωμένο σύνολο με βάση κανόνες σεβαστούς από όλους τους παίκτες του. Δεν υπάρχουν ατομικές επιδόσεις ανεξάρτητες από την ομάδα. Επ’ αυτού κρίνω ότι δεν χρειάζονται περισσότερα. Η καθέκαστον ατομική ικανότητα συντήκεται στο καμίνι της ομάδας.
Η σχέση του κόσμου (διάβαζε: του λαού) με το ποδόσφαιρο, είναι σχέση αγαπητική. Τον όρο αυτό, που θυμίζει έντονα θρησκευτική ορολογία, τον διάλεξα επίτηδες. Όπως οι ιστορικές χριστιανικές αγάπες ήσαν η αποτύπωση του κοινοτικού βίου και της συνεργατικότητας, έτσι και η οπαδική αφοσίωσή μας στην ομάδα μας είναι μια αταβιστική επιβίωση της υπεροχής του «ομού» επί του «χωριστά». Από το «ομού», εξ άλλου, προέκυψαν η ομιλία και οι όμιλοι: ο έναρθρος λόγος και ο χώρος διαλόγου αντίστοιχα. Clubs, ήτοι όμιλοι, είναι ιστορικώς όλες οι ποδοσφαιρικές ομάδες. Κάτι σαν τους ομίλους είναι –απλώς χάριν της διαφοράς στην ονοματοδοσία– και οι σύνδεσμοι, οι ενώσεις, τα σωματεία… Οι σύλλογοι: εκείνη η κοινότητα όπου ενώνονται οι λόγοι! Όπως και αν λέγονταν ή λέγονται τα μορφώματα αυτά σημαίνουν τούτο το ένα: διάφοροι όμοιοι ως προς την ταξική προέλευση και τα ενδιαφέροντα (που η λέξη interests στην αγγλική γλώσσα σημαίνει και τα συμφέροντα) συνενώνονται, οργανώνονται, συνεργάζονται υπηρετώντας από κοινού (in common) αρχές, αλλά και σκοπούς εξ αρχής συμφωνημένους. Υπενθυμίζω, όλως ίσως εκ περισσού, ότι η λέξη σκοπός στα αγγλικά λέγεται goal. Το ενδιαφέρον/συμφέρον της ομάδας είναι να πετύχει γκολ,… περισσότερα γκολ από όσα θα δεχθεί,… όσα γκολ χρειάζεται για να νικήσει την αντίπαλη ομάδα.
Ο «κομμουνιστικός» πρωταρχικός χαρακτήρας του ποδοσφαίρου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παραδεκτώς. Και μπορεί να έγραψα ήδη παραπάνω «αρχές» και «εξ αρχής» και «πρωταρχικός», αλλά το ποδόσφαιρο ως επιθυμία για παιχνίδι είναι «αναρχικό», καθώς και ο αναρχισμός στον πυρήνα του είναι πρωτίστως απλή επιθυμία: μια επιθυμία συλλογικής δράσης, στο πλαίσιο της οποίας οι άνθρωποι απολαμβάνουν την κοινοτική συνυπάρξή τους στη βάση της ισότητας και της εξυπηρέτησης του τεθέντος goal. Παρατηρεί ο συγγραφέας ότι «εδώ μπορεί να ξεκινήσει ή τουλάχιστον να αναπτυχθεί η αναρχία. Όταν η ιδέα της αυτοοργάνωσης γίνεται σαφής με τον τρόπο που επιτυγχάνεται ένα γκολ ή με τον τρόπο που προπονείται μία ομάδα, ο αναρχισμός δεν φαίνεται μεγάλο κατόρθωμα. Η συνένωση του ποδοσφαίρου και του αναρχισμού είναι κάτι φυσικό, συμβιωτικό».
Είναι όμορφη η εικόνα αυτή, πλην όμως είναι πια και αυτή ένα goal, που πρέπει να τεθεί και να επιτευχθεί. Είναι πόθος για επανάκτηση εκείνου του ήταν κάποτε και δεν υπάρχει πια. Το ποδόσφαιρο έχει «χαλάσει», έχει «αλλοιωθεί». Εξακολουθεί μεν να έχει ταξικό χαρακτήρα, αλλά οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί: ελέγχεται πια από εκείνους, των οποίων τα «παιχνίδια» αντιστρατευόταν στο ξεκίνημά του. Έχει γίνει παράγοντας της οικονομίας, της παγκόσμιας οικονομίας, όπως την έχει διαμορφώσει ο πανταχού κυριαρχών καπιταλισμός. Η λαϊκότητά του έχει γίνει, όπως γράψαμε και στην αρχή, οπαδισμός, όπου ο οπαδός τις περισσότερες φορές είναι αθώο άθυρμα στα χέρια του ισχυρού οικονομικού παράγοντα, κανονικός στρατός. Βεβαίως υπάρχουν και οι «πονηροί» οπαδοί: αυτοί που συνειδητά διεκδικούν για τον εαυτό τους το ρόλο του πληρωμένου ατζέντη των ισχυρών οικονομικών παραγόντων, το ρόλο του επιλοχία, του λοχαγού, του στρατηγού.
Γνωστά πράγματα γράφω. Το ποδόσφαιρο έχει πάρει άλλο δρόμο, αντίθετον από εκείνον που ακολουθούσε στην αρχή. Με τα χρόνια, με τους πολέμους, με τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, με τη μετατροπή της κοινωνίας σε παθητικό δέκτη των ορέξεων των πάσης φύσεως δυνατών και σε βουλιμικό καταναλωτή της οποιασδήποτε πρεταπορτέ χαράς, το ποδόσφαιρο κατακτήθηκε από εκείνους που το εχθρεύονταν στην αρχή της ιστορίας του. Όσο δίκιο και αν έχει ο Αντόνιο Γκράμσι, όταν αποκάλεσε στον καιρό του το γήπεδο ως το «σπουδαίο υπαίθριο βασίλειο της ανθρώπινης αφοσίωσης», δίκιο που του το αναγνωρίζουμε, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι τώρα το ποδόσφαιρο παίζει σε άλλο γήπεδο, παίζει μονίμως εκτός έδρας. Βεβαίως και πρέπει να ξαναγίνει δικό μας, ασφαλώς και πρέπει να παίζει στο δικό μας γήπεδο. Ευχή είναι, και καλό είναι να την κρατήσουμε ζωντανή, για να γίνει όραμα, και σκοπός: για να βάλουμε γκολ! Η ιστορία δεν πηγαίνει πάντα ίσια – γι’ αυτό και πάντα υπάρχει η δυνατότητα να «ξεστρατίσουν» τα πράγματα προς τη σωστή κατεύθυνση: αυτήν της εν γένει ριζοσπαστικής πολιτικής, αφού ποτέ δεν πάψαμε να είμαστε όντα πολιτικά, όντα κοινοτικά, όντα ομαδικά.
Το πνεύμα αυτό απηχεί το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο: «Το ποδόσφαιρο είναι ένα περίπλοκο παιχνίδι και πιθανότατα υπάρχουν εξίσου πολλές προβληματικές πτυχές, όσο και απελευθερωτικές – ωστόσο, οι τελευταίες είναι υπαρκτές, και οι ριζοσπαστικοί οπαδοί πρέπει να τις ξετρυπώσουν. Ενώ το ποδόσφαιρο μπορεί να μην είναι ριζοσπαστικό καθαυτό, μπορεί να αποτελέσει τμήμα της επανάστασης – είναι κοντόφθαλμο να μειώνουμε το ποδόσφαιρο σε όπιο των μαζών, σε καπιταλιστικό παράδεισο και σε αντιδραστικό εκτροφείο εθνικισμού και σεχταρισμού. Υπάρχουν εγγενείς ποδοσφαιρικές αξίες που μπορούν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση και καθιέρωση κοινοτήτων με βάση την άμεση δημοκρατία, την αλληλεγγύη και, ας μην ξεχνιόμαστε, τη διασκέδαση».
Το βιβλίο του Gabriel Kuhn, Soccer Vs. The State: Tackling Football and Radical Politics, που κυκλοφόρησε το 2011, είχα το προνόμιο να το διαβάσω στην πρώτη μορφή της εδώ προσφερόμενης μετάφρασής του στα ελληνικά. Ήταν ο καρπός της πτυχιακής εργασίας που είχε εκπονήσει ο τότε φοιτητής μου (στην Κέρκυρα, στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου) και έκτοτε αγαπητός μου φίλος Βαγγέλης Τσίρμπας. Με μεγάλη μου χαρά έσυρα τούτες τις ηλεκτρονικές αράδες. Ευχαριστώ από καρδιάς τον εκδότη για τη φιλοξενία. Από τον μεταφραστή περιμένω (κάτι για το οποίο είμαι βέβαιος) να μας δώσει και άλλες τέτοιες εξαιρετικής ποιότητας εργασίες. Και στους αναγνώστες εύχομαι να απολαύσουν αυτό το υπέροχο βιβλίο για τη μεγάλη (και τόσο αντιφατική) αγάπη μας: για το ποδόσφαιρο.
Κέρκυρα, 27 Ιουνίου 2020
Γιώργος Κεντρωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου