ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Από την ποιητική συλλογή «ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ»
ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,
του γυρισμού, στη μεγάλη
της αμμουδιάς απλωσιά·
στην καρδιά μου
τα βλέφαρά μου κλεισμένα·
και λάμπει ωσάν ήλιος βαθιά μου.
Βοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου·
απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος·
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας·
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι·
δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα·
γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα –
σε ψηλοθόλωτο κύμα
την υψώνει το απέραντο χάδι·
ποτίζουν τα σπλάχνα
τα ολόδροσα φύκια,
ραντίζει τα διάφωτη η άχνα
του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια·
πέρα σβήνει το σύφυλλο βούισμα
οπού ξέχειλο αχούν τα τζιτζίκια·
μια βοή φτάνει απόμακρα –
και άξαφνα,
σαν πανί το σκαρμό που έχει φύγει,
χτυπάει· είν' ο αγέρας που σίμωσε,
είναι ο ήλιος που δει μπρος στα μάτια μου,
και ο αγνός, όχι ξένα, τα βλέφαρα
στην υπέρλευκην όψη του ανοίγει.
Πετιώμαι απάνω· η αλαφρότη μου
είναι ίσια με τη δύναμή μου.
Λάμπει το μέτωπό μου ολόδροσο,
στο βασίλεμα σειέται ανοιξάτικο
βαθιά το κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο,
και η ελεύτερη γη μου!
του γυρισμού, στη μεγάλη
της αμμουδιάς απλωσιά·
στην καρδιά μου
τα βλέφαρά μου κλεισμένα·
και λάμπει ωσάν ήλιος βαθιά μου.
Βοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου·
απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος·
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας·
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι·
δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα·
γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα –
σε ψηλοθόλωτο κύμα
την υψώνει το απέραντο χάδι·
ποτίζουν τα σπλάχνα
τα ολόδροσα φύκια,
ραντίζει τα διάφωτη η άχνα
του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια·
πέρα σβήνει το σύφυλλο βούισμα
οπού ξέχειλο αχούν τα τζιτζίκια·
μια βοή φτάνει απόμακρα –
και άξαφνα,
σαν πανί το σκαρμό που έχει φύγει,
χτυπάει· είν' ο αγέρας που σίμωσε,
είναι ο ήλιος που δει μπρος στα μάτια μου,
και ο αγνός, όχι ξένα, τα βλέφαρα
στην υπέρλευκην όψη του ανοίγει.
Πετιώμαι απάνω· η αλαφρότη μου
είναι ίσια με τη δύναμή μου.
Λάμπει το μέτωπό μου ολόδροσο,
στο βασίλεμα σειέται ανοιξάτικο
βαθιά το κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο,
και η ελεύτερη γη μου!
ΡΩΤΗΜΑ
Θύρα σιωπηλή των
Ηλύσιων
εσέ άνοιξα πρώτη;
Τριγύρω
βασιλεύουν αχνόφωτοι οι κάμποι –
στη γαλήνην ολόφωτος νάμπει
ήρτε ο νους μου.
Ποιά νέαν ωραιότη θ’ αστράψεις
στην όψη μου;
Μέσα, στον ακοίμητο αιθέρα,
η βαθιά γνωριμιά μου ν’ ανάψει
τη νέαν αβασίλευτη μέρα;
Να, ο χιτώνας μου λάμπει,
γυαλίζει σαν του άμμου το κρίνο –
μιαν απόγειαν αγνότη φυσάει.
Κυβερνάω στην απάρθενην έρημο
μια αρετή και μια νιότη.
Γαληνά λάμπουν όλα,
πολύβοα. Σε όλα
δράμει φως. Και η ψυχή μου θαμάζει
τα γνώριμα μύρα,
βαθιά τα δοξάζει.
Σα να πέρασα
το στερνό του Οδυσσέα ταξίδι,
όλα τ’ άφηκα πίσω μου
πως αφήνει ένα ντύμα το φίδι.
Κι ως ο θάνατος όξω απ’ τα πέλαγα
αλαφρός που του ετάχτηκε,
κλήρα –
ένα αργό ηλιοβασίλεμα
θα έχει μείνει σ’ εμέ,
που τον τρίσβαθον
οπού ανάσανε αγέρα έχω γύρα.
ΑΚΟΥΣΜΑ
«Όχι, δεν είν’ ο θάνατος·
το τάμα εσύ δεν τόσωσες·
πού είναι ο μακάριος ο λαός σου γύρα;
Νέα σάρκα ντύνει σου τα κόκαλα,
περνάει σα φως
και βλέπει το μελούδι,
ζώνει ένα φίδι τα νεφρά σου, η φρόνηση·
λάμπει χρυσό στην όψη σου ένα χνούδι.
Κρύο σούναι κι όλο ελεύτερο το μέτωπο,
ξένο δε σου εχαράκωσε
στεφάνι το κεφάλι.
Του οχτρού σου ο μάταιος λογισμός,
κι’ από σφεντόνα αν έρχεται,
κρούει αμάλαγο ατσάλι.»
Την προφητείαν ο ήλιος βασιλεύοντας
μόδωκε. Με αλαφρό στα χείλη
της Οδύσσειας το στίχο,
και βαθιά
τη θεοτική της γνώμη,
δίπλα από σένα πρώτα,
Ιόνιο, κ’ ύστερα
αγνάντεψα ποιοί διάπλατοι
φεύγουν στην τόλμη δρόμοι.
Ο ΒΑΘΥΣ ΛΟΓΟΣ
K’ ένας απ’ όλους μού έφεξε
κι ακόμα φέγγει λόγος. Και η ψυχή μου
στην πλάση μέσα τον αλήθεψε –
κι ακόμα φέγγει λόγος. Και η ψυχή μου
στην πλάση μέσα τον αλήθεψε –
και, νάμπει
στο νόημα, σύγκορμη και πριν, ακέρια εστάθη.
Ως ένα στύλο ένας σεισμός,
τη ζύγιασε, την έστησε,
σαν κυπαρίσσι ρίζες άδραξε απ’ τα βάθη.
K’ ήταν ο λόγος του Οδυσσέα
στου τραγωδού το νου,
που τρίσβαθα
του ραψωδού τού εμίλει η αρμονία
μπρος στο γιγάντιο πόνο του Αίαντα
και την ιερή μανία.
Και πιο μεστά,
σα να μου αλάφρωνε
φλέβα νερού αγερόλαμπρου
τη δέντρινη κορμοστασιά μου,
ανέβηκε άδιψα,
αλαφρά τη φυλλωσιά μου,
μ’ έθρεψε το αλαφρό νερό
και το αλαφρό το χώμα,
και ίσια
η Bούλησή μου απάνω υψώθηκε,
σαν τα μεστά, τα εφτάψηλα,
με τα κυπαρισσόμηλα
γεμάτα κυπαρίσσια!
«Eίδωλα είμαστε και ίσκιοι.»
Το λόγο, που αχνίζει την πράξη,
για νύχτες, για μέρες,
ψηλά στα βουνά,
όπου απάτητοι δρόμοι,
στον βαθιόν ελαιώνα
που οι άγραφοι νόμοι
πάντα αστράφταν μπροστά μου,
τον έφερα. H τρίσβαθη γνώμη
τώρα αντρίζει βαθιά τα ήπατά μου.
Ανέβηκα – φίλος
ανήφορων – όλες
τις κορφές που αγναντεύουν τα πέλαγα,
γαληνή άγγιξε όλα η ορμή μου,
το γεράκι που επέρνα,
το σύννεφο στον αγέρα,
το διάστημα
που είχε ζώσει βαθιά το κορμί μου.
Πόσο φως εποτίστηκεν
η κρυφή δύναμή μου!
Και όχι καύχημα ανίερο –
σε πηγές δαφνοσκέπαστες
ήπια εγώ, και στη στέρνα –
τη ματιά και τη ράχη μου,
λαιμός βέβαιος –
και βέβαιο
το ποδάρι εκυβέρνα.
Και είπα, όλα γύρω βλέποντας·
«Nησί,
αβασίλευτη στο πέλαο δόξα,
ω ριζωμένο
στο πολύβοο διάστημα,
και στου Ομήρου το στίχο
λουσμένο,
βυθισμένο στον ύμνο!
Δάσο όλο δρυ, στην κορφή σου,
σιδερόχορδη ανάβρα
που αχνίσαν τα σπλάχνα μου απάνω
ολοκαύτωμα θείο,
και η άκρη σου τρέμει σα φύλλο,
μέσα βροντάει ο Λευκάτας,
μαζώνεται η μπόρα,
ξεσπάει μέσ’ στο θείον ελαιώνα,
τρικυμίζει το πέλαο,
νησί μου,
άλλη θροφή από τη θροφή μου
δε θα βρω,
απ’ την ψυχή μου άλλη ψυχή,
άλλο κορμί από το κορμί μου.
Αλλού οι ναοί και αλλού οι θεοί.
Μου αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα.
Τη μοναξιά στη δύναμή μου υπόταξες –
της γλαυκομάτας η έγνια μού είναι κλήρα!
Του νου το νόμο στα βουνά,
στον κάμπο, ολούθε βρήκες.
Να, η αγριλίδα ξεπηδάει
κλαδιά για όλες τις άγνωρες
και τις μεγάλες νίκες!»
στο νόημα, σύγκορμη και πριν, ακέρια εστάθη.
Ως ένα στύλο ένας σεισμός,
τη ζύγιασε, την έστησε,
σαν κυπαρίσσι ρίζες άδραξε απ’ τα βάθη.
K’ ήταν ο λόγος του Οδυσσέα
στου τραγωδού το νου,
που τρίσβαθα
του ραψωδού τού εμίλει η αρμονία
μπρος στο γιγάντιο πόνο του Αίαντα
και την ιερή μανία.
Και πιο μεστά,
σα να μου αλάφρωνε
φλέβα νερού αγερόλαμπρου
τη δέντρινη κορμοστασιά μου,
ανέβηκε άδιψα,
αλαφρά τη φυλλωσιά μου,
μ’ έθρεψε το αλαφρό νερό
και το αλαφρό το χώμα,
και ίσια
η Bούλησή μου απάνω υψώθηκε,
σαν τα μεστά, τα εφτάψηλα,
με τα κυπαρισσόμηλα
γεμάτα κυπαρίσσια!
«Eίδωλα είμαστε και ίσκιοι.»
Το λόγο, που αχνίζει την πράξη,
για νύχτες, για μέρες,
ψηλά στα βουνά,
όπου απάτητοι δρόμοι,
στον βαθιόν ελαιώνα
που οι άγραφοι νόμοι
πάντα αστράφταν μπροστά μου,
τον έφερα. H τρίσβαθη γνώμη
τώρα αντρίζει βαθιά τα ήπατά μου.
Ανέβηκα – φίλος
ανήφορων – όλες
τις κορφές που αγναντεύουν τα πέλαγα,
γαληνή άγγιξε όλα η ορμή μου,
το γεράκι που επέρνα,
το σύννεφο στον αγέρα,
το διάστημα
που είχε ζώσει βαθιά το κορμί μου.
Πόσο φως εποτίστηκεν
η κρυφή δύναμή μου!
Και όχι καύχημα ανίερο –
σε πηγές δαφνοσκέπαστες
ήπια εγώ, και στη στέρνα –
τη ματιά και τη ράχη μου,
λαιμός βέβαιος –
και βέβαιο
το ποδάρι εκυβέρνα.
Και είπα, όλα γύρω βλέποντας·
«Nησί,
αβασίλευτη στο πέλαο δόξα,
ω ριζωμένο
στο πολύβοο διάστημα,
και στου Ομήρου το στίχο
λουσμένο,
βυθισμένο στον ύμνο!
Δάσο όλο δρυ, στην κορφή σου,
σιδερόχορδη ανάβρα
που αχνίσαν τα σπλάχνα μου απάνω
ολοκαύτωμα θείο,
και η άκρη σου τρέμει σα φύλλο,
μέσα βροντάει ο Λευκάτας,
μαζώνεται η μπόρα,
ξεσπάει μέσ’ στο θείον ελαιώνα,
τρικυμίζει το πέλαο,
νησί μου,
άλλη θροφή από τη θροφή μου
δε θα βρω,
απ’ την ψυχή μου άλλη ψυχή,
άλλο κορμί από το κορμί μου.
Αλλού οι ναοί και αλλού οι θεοί.
Μου αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα.
Τη μοναξιά στη δύναμή μου υπόταξες –
της γλαυκομάτας η έγνια μού είναι κλήρα!
Του νου το νόμο στα βουνά,
στον κάμπο, ολούθε βρήκες.
Να, η αγριλίδα ξεπηδάει
κλαδιά για όλες τις άγνωρες
και τις μεγάλες νίκες!»
Από το βιβλίο: Άγγελος Σικελιανός, «Αντίδωρο», δεύτερη
έκδοση, Εκδόσεις Γαλαξία, Αθήνα 1967, σελ. 9-14.
Για τη σχέση του Σικελιανού με τον Ολυμπιακό βλ. εδώ.
Για τη σχέση του Σικελιανού με τον Ολυμπιακό βλ. εδώ.