BERTOLT BRECHT
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΒΟΥΔΑ ΓΙΑ ΤΟ
ΚΑΙΟΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ
Ο Γκοτάμα, ο επικαλούμενος
Βούδας, εδίδασκε
την τέχνη του τροχού των
επιθυμιών, όπου είμαστε
πιασμένοι όλοι,
και μας συμβουλεύει ν’ αφαιρούμε
από πάνω μας ό,τι τυχόν
λαχταρούμε, και έτσι,
γυμνοί παθών, να περνάμε στο
Τίποτα, που το ονόμαζε
Νιρβάνα.
Μια μέρα τον ερώτησαν κάποιοι
μαθητές του:
Πώς είναι αυτό το Τίποτα,
διδάσκαλε; Όλοι μας εμείς θα
θέλαμε, ναι,
ν’ αφαιρέσουμε, όπως μας
συμβουλεύεις κάθε λαχτάρα
από πάνω μας, μα πές μας,
αν αυτό το Τίποτα, μες στο οποίο
θα περάσουμε,
προσομοιάζει στη λεγόμενη ένωση
με την πάσα Κτίση,
αν είναι όπως όταν
βυθιζόμαστε στο νερό, με ανάλαφρο
κορμί, τα μεσημέρια
και δεν σκεφτόμαστε πια τίποτα,
όντας οκνοί, μες
στο νερό,
ή και όπως όταν κοιμόμαστε, όπου
δεν ξέρουμε καν πώς είμαστε κάτω
απ’ τα σκεπάσματα
βυθισμένοι μέσα στον ύπνο – πές
μας, τέλος πάντων,
αν αυτό το Τίποτα είναι
ευχάριστο, ένα Τίποτα
καλό, ή αν αυτό το Τίποτά σου
είναι απλώς και μόνον
τίποτα,
ένα σκέτο τίποτα, κρύο, άδειο και
εντελώς ανόητο.
Για ώρα εσιώπησε ο Βούδας, κι
έπειτα, νωθρά
και αδιάφορα, τους είπε τις εξής
έξη λέξεις:
Στο ερώτημά σας δεν υπάρχει
απάντηση.
Το βράδυ, όμως, όταν είχαν φύγει
αυτοί που τον είχανε
ρωτήσει,
έκατσε ο Βούδας κάτω απ’ το
αρτόδεντρο και είπε
στους εναπομείναντες, που δεν τον
είχανε ρωτήσει,
την παραβολή ετούτη: Δεν πάει
καιρός πολύς
που είδα ένα σπίτι. Είχε αρπάξει
φωτιά. Οι φλόγες
του γλείφανε τη στέγη. Πλησίασα
και είδα
ότι μέσα υπήρχανε ακόμη άνθρωποι.
Πήγα στης πόρτας
το κατώφλι
και τους φώναξα ότι η στέγη
είχε πιάσει φωτιά και ότι έπρεπε
να βγούνε γρήγορα έξω. Οι
άνθρωποι, όμως, μέσα
δεν φαινότανε να βιάζονται
καθόλου. Ένας τους,
και ενώ η κάψα γύρω τού καψάλιζε
τα φρύδια, με ρώτησε
τί καιρό έκανε έξω, αν όντως και
απέξω δεν έβρεχε,
αν φυσούσε ή δεν φυσούσε ο
άνεμος, αν υπήρχε και
άλλο σπίτι
και κάτι τέτοια άλλα συναφή.
Δίχως να του απαντήσω,
έφυγα. Αυτοί εκεί μέσα, σκέφτηκα,
θα έχουνε καεί
και θα συνεχίζουν ακόμα να ρωτάνε
διάφορα. Πράγματι,
φίλοι μου,
σε όποιον το χώμα κάτω απ’ τις
πατούσες του δεν είναι
τόσο καυτό,
να τον καίει και να τόνε κάνει να
πάει να πατήσει κάπου
αλλού, και
εξακολουθεί να παραμένει εκεί να
καίγεται όσο καίγεται,
εγώ δεν έχω απολύτως τίποτα να
πω. Τάδε έφη
Γκοτάμα, ο επικαλούμενος Βούδας.
Αλλά κι εμείς εδώ,
που δεν καταπιανόμαστε άλλο πιά
με την τέχνη της
υπομονής,
έχοντας στη ζωή μας προτιμήσει
της ανυπομονησίας
την τέχνη –
εμείς που τόσες και τόσες
προτάσεις
γήινων τεχνών προσάγουμε, τους
ανθρώπους διδάσκοντας
ν’ αποτινάξουνε τ’ ανθρώπινά τους
πάθη,
να μην τα κουβαλάνε πάνω τους –
κι εμείς εδώ, λέω, έχουμε τη
γνώμη ότι
σε όσους, εν όψει της επερχόμενης
αεροπορικής επιδρομής του
Κεφαλαίου συνεχίζουν
να ρωτάνε και δώσ’ του να
ξαναρωτάνε τό ’να τ’ άλλο,
και ν’ αναρωτιούνται ασταμάτητα
πώς θα βλέπαμε και πώς θα
φανταζόμασταν
των πραγμάτων την εξέλιξη
και τί θα γίνουνε τα βιβλιάρια
των καταθέσεών τους
και τα κυριακάτικά τους ρούχα
ύστερα από τον βομβαρδισμό και
την καταστροφή –
ε, σ’ όλους αυτούς εμείς
δεν έχουμε και πάρα πολλά να
πούμε.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου