ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Δεν χρειάζεται
να είσαι ούτε ο Σωσύρ ούτε ο Γιάκομπσον για να «αποφανθείς» ότι τα αρχαία
ελληνικά είναι γλώσσα νεκρή. Το γελοίον της αντίθετης άποψης –ότι, δηλαδή
πρόκειται για... ζωντανή γλώσσα– αναδεικνύεται τουλάχιστον διττώς: Πρώτον,
γνωρίζει κανείς πού εντοπίζεται γεωγραφικώς η κοινότητα των φυσικών ομιλητών
της; Και, δεύτερον: υπ’ αυτή την έννοια «ομοίως» ζωντανή γλώσσα είναι και τα
λατινικά!
Προχωράμε στο αμέσως επόμενο επίπεδο γελοιότητας: Όσο γελοίο είναι το να
ισχυρισθείς ότι θα μιλήσεις καλύτερα γερμανικά και αγγλικά, αν εμβαθύνεις γλωσσικώς,
π.χ., στο έπος του Νιμπελούνγκεν και στο έργο του Τσώσερ αντίστοιχα, άλλο τόσο
(ίσως δε και περισσότερο, λόγω ακριβώς της πολύ μεγαλύτερης χρονικής απόστασης)
είναι το να πιστεύεις ότι ο κλασικός αττικισμός θα σε καταστήσει κραταιό χρήστη
της νέας ελληνικής. Όταν, μάλιστα, κραυγάζεις περί τούτου, όπως δυστυχώς συμβαίνει
επί έτη και έτη στην πατρίδα μας, τότε δεν είσαι απλώς γελοίος, αλλά η
περίπτωσή σου βοά – καθιστώντας σε, εκτός από άσχετο, και διαβόητο.
Όποιος πιστεύει ότι μέσω της γνώσης των ευκτικών του αορίστου β΄ των
ανωμάλων εις –μι ρημάτων και επί τη
βάσει της συντακτικής αναγνώρισης των γενικών κατηγορηματικών της ιδιότητας και
των κατά δοτικήν κατηγορουμένων θα κατασταθεί σέμνωμα και εγκαλλώπισμα του
νεοελληνικού λόγου, είναι απλώς simplicissimus, παναπεί αφελέστατος.
Μα δεν μας χρειάζονται όλα αυτά; – ακούω να αναρωτιούνται κάποιοι
καλόπιστοι. Βεβαίως και μας χρειάζονται! Αλλά μας χρειάζονται για να μάθουμε τα
«αρχαία» ελληνικά, όχι τα νέα ελληνικά! Και, άρα, πρέπει να διδάσκονται σε
όσους επιθυμούν να εντρυφήσουν στον αρχαιοελληνικό λόγο κατ’ ευθείαν και χωρίς
«μεταφραστικές» ή «μεταφρασιογενείς» διαμεσολαβήσεις.
Τούτο σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι τα αρχαία ελληνικά (ως γλώσσα
διαθέτουσα σύστημα, κώδικα και δομές) πρέπει να διδάσκονται μόνο κατ’ εξαίρεση.
Και δη να διδάσκονται όχι μόνο στην αττική εκδοχή τους του 5ου π.Χ.
αιώνα, αλλά και σε όλη την από διαλέκτου ποικιλία τους, όπως μας είναι
παραδεδομένη και γνωστή από τις στερεότυπες εκδόσεις των αρχαίων ελλήνων
κλασικών συγγραφέων. Και, βεβαίως, να διδάσκονται πάντοτε εκ παραλλήλου με τη
λατινική γλώσσα, για να διαπιστώνονται εκ μέρους των μαθητευομένων οι
ομοιότητες και οι διαφορές των δύο γλωσσών, προκειμένου να μπορούν έτσι οι
πλέον επιμελείς από αυτούς να αχθούν περαιτέρω σε συγκριτικές και ερμηνευτικές
παρατηρήσεις.
Πού θα διδάσκονται με αυτόν τον τρόπο τα αρχαία ελληνικά; Στις δύο
τελευταίες τάξεις του Λυκείου και στα αρχαιογνωστικά τμήματα των φιλοσοφικών
σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Και πάντοτε –το επαναλαμβάνουμε– κατ’
εξαίρεση! Όπερ σημαίνει ότι η διδασκαλία θα εστιάζεται κατά βάση στον σκληρό
πυρήνα της αρχαίας γλώσσας, δηλαδή στη μορφολογία της και στις εφαρμογές της
διαχρονικώς. Αυτό επ’ ουδενί πρέπει να συγχέεται με τη διδασκαλία του
αρχαιοελληνικού και του λατινικού πνεύματος και πολιτισμού, που πρέπει να
παρέχεται σε ευρύτερες ομάδες μαθητευομένων, προκειμένου να εμπεδωθεί σε αυτούς
«μία», πλην «θεμελιώδης» γνώση γύρω από τον κλασικό κόσμο.
Ας παραδεχθούμε, επί τέλους, την αλήθεια! Όχι μόνο θα μας ωφελήσει ως
έθνος και θα μας απαλλάξει από ιδεολογηματικές αγκυλώσεις, αλλά και, επί πλέον,
θα μπορέσουμε να ανασάνουμε ελεύθερα
δίχως κανέναν βραχνά. Πού βρίσκεται η αλήθεια; Σε δύο απλές, απλούστατες
διαπιστώσεις και παραδοχές. Στο ότι, πρώτον, οι όποιες λόγιες επιβιώσεις στη
γλώσσα, που μιλάμε σήμερα, οφείλονται σχεδόν αποκλειστικά στην αρχαΐζουσα
καθαρεύουσα (: και από ελάχιστα έως καθόλου στην αρχαία ελληνική), και στο ότι,
δεύτερον, η αρχαία ελληνική μαθαίνεται –αφού δεν ομιλείται– μόνο με έναν τρόπο:
ως ξένη γλώσσα.
Διότι είναι ξένη γλώσσα. Ο
ισχυριζόμενος το αντίθετο, αν είναι καλοπροαίρετος και όχι «κολλημένος» περί τα
ελληνογλωσσικά, οφείλει να μας εξηγήσει καταλεπτώς πώς την έμαθε (αν την
έμαθε), διότι σίγουρα δεν είναι η μητρική του γλώσσα. Και, παρακαλούμε πολύ, ας
μην επιστρατευθούν ξανά επιχειρήματα περί των τρισχιλιετών «ουρανού», «ηλίου»,
«θαλάσσης» και «αέρος», διότι τέτοια μεμονωμένα λεκτικά argumenta αρχαιογλωσσικών επιβιώσεων απαντώνται σε όλες
ανεξαιρέτως τις γλώσσες του κόσμου. Πέραν δε τούτου η γλώσσα, επί τέλους, δεν
είναι «λέξεις» – και αυτό για να το ξέρεις, δεν είναι ανάγκη να είσαι ούτε ο
Σωσύρ ούτε ο Γιάκομπσον ούτε και ο Βιτγκενστάιν.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Φρέαρ", τχ 4 (Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2013), σελ. 465-466.
3 σχόλια:
Αγαπητέ μου Γεώργιε.Η γλώσσα είναι μια πνευματική διεργασία και υπόκειται στην επίδραση του χρόνου: τα πάντα ρει.Όσοι δεν το καταλαβαίνουν είναι εκτός τόπου και χρόνου.Όσοι θέλουν να εντρυφήσουν στην αρχαία γλώσσα θα διαπιστώσουν ότι ώριζε ακριβώς πχ στη λέξη :πυρήν=πυρ-ην ενώ στη σύγχρονη διατύπωσή της:πυρήνας δεν εξάγεται η αρχαία έννοια.Βέβαια οι αρχαίοι είπαν ωραία πράγματα πχ Παν μέτρον άριστον, αλλά αν δεν το εφαρμόσουμε στη ζωή μας τί αξία έχει να το ξέρουμε θεωρητικά;Σε φιλώ και σου εύχομαι να διαβούμε όρθιοι τα δύσκολα χρόνια που ζούμε.
Ευχαριστούμε πολύ! Συμφωνώ, επαυξάνω και κοινοποιώ :)
Ευχαριστούμε πολύ! Συμφωνώ, επαυξάνω και κοινοποιώ :)
Δημοσίευση σχολίου