30.1.13

ΤΡΙΑ ΣΟΝΕΤΤΑ ΤΟΥ ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ




OCTAVIO PAZ


[ΑΚΙΝΗΤΗ ΣΤΟ ΦΩΣ ΕΝΤΟΣ...]

Ακίνητη στο φως εντός, αν και χορεύει ως στέκει
η κίνησή σου προς την ηρεμία, που πηγαίνει
στην κορυφή του ιλίγγου, δίχως καν να ξαποσταίνει,
όχι όσο πέτεται, μα μόλις μιά στιγμή παρέκει.

Φως που δεν στάζει, που ’ν’ διαμάντι πια, κι εγίνη στέκι
στης μεσημβρίας την τροχιά που τρέχει διχασμένη,
σαν ήλιος που ούτε λυώνει ούτε παγώνει, μα όλο μένει,
στη φλόγα ανάμεσα όντας και στις στάχτες, σα λελέκι.

Πηδάς, και το άλμα σου είναι δευτερόλεπτο που πιάνω,
πλην ούτε σπεύδει μήτε κομματιάζεται στον χρόνο·
εγκάθειρκτος περίφροντις στην κίνησή του πάνω

το σώμα σου, και θραύεται λυγώντας από μόνο
του· κι όπως πέφτεις και σκορπιέται το λευκό του χρώμα,
γυρνάς παντού να γίνεις ζοφερό νερό και χώμα.



[Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΙ ΕΣΥ ΜΑΖΙ...]

Η θάλασσα κι εσύ μαζί πληθυντικός καθρέφτης,
κορμός αργός, νωθρότατος η θάλασσά τους, όντας
στη θάλασσα, και κολυμπά για ’κείνη διψασμένος:
γεννιέται και πεθαίνει, σαν θα ρθεί μια σκέψη-κλέφτης.

Η θάλασσα κι εσύ μαζί, μιά θάλασσα-καθρέφτης:
σα βράχος σκαρφαλώνει αργά στη θάλασσα και όντας
πυλώνας άλατος, που κατεβαίνει διψασμένος,
στη δίψα και στο πηγαινέλα εγίνη σκέψη-κλέφτης.

Απ’ το άθροισμα στιγμών που σου εγγυώνται την ευμάρεια
κι από τους κύκλους των εικόνων ολοκλήρου του έτους
εγώ έκοψα ένα μήνα ολόγιομο με αφρούς και ψάρια

από ουρανούς αργούς κασσίτερου, άγριους και καθέτους:
το σώμα σου που μες στο φως γιαλούς καλούς ανοίγει
με μαύρα κύματα της μέρας, και ολονέν με πνίγει.



 [ΑΠ’ ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΩΠΑ ΩΣΑΝΝΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ...]

Απ’ τα πρασινωπά ωσαννά των ουρανών με ρώμη
σταλάζουν φώτα επάνω σου που χάνει το φεγγάρι,
αφού το φως θυμάται την πηγή του, και είναι φάροι
οι κεραυνοί του φθινοπώρου, που φοράς στην κόμη.

Στο γυρισμό του ο άνεμος ανέμους πίνει ακόμη·
σκορπάει τα φύλλα· πράσινο ήλιο βγάζει αποβροχάρη
να σε γυμνώνει, πάγος νά ’σαι και φωτιά με χάρη,
την πλάτη νά ’χεις δαγκωμένη, νά ’ν’ βρεγμένοι σου οι ώμοι.

Σαν δυό βάρκες με πανί ανοιχτό δεν είναι μήπως
τα δυό σου στήθη; Χείμαρρο δεν έχεις μήπως ράχη;
Στη δε κοιλιά σου δεν ανθεί απολιθωμένος κήπος;

Φθινόπωρο ο λαιμός σου, κι ο ήλιος όλο ομίχλη πίνει·
στον πράσινο έφηβο ουρανό από κάτω ζεις, ως νά ’χει
το σώμα σου άθροισμα πολλών καλών ερώτων γίνει.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: