20.12.09

Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΡΟΥΜΠΕΛΟΣ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΤΟΝ ΜΠΟΥΚΟΒΙ




Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΚΡΟΥΜΠΕΛΟΣ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΡΤΟΝ ΜΠΟΥΚΟΒΙ
Ο Τάκης ο Γκόγκος ήταν Ολυμπιακός και παραμυθάς, μου 'λεγε «όταν απολυθείς και πάρω το εφάπαξ θα σε πάρω να σαλπάρουμε απο τις ακτές των Ιμαλαΐων για Σαγκάη». «Ντάξει», του 'λεγα, «κύριε Τάκη». Τα Ιμαλάια δεν ακουμπούν θάλασσα. Ο Τάκης το 'ξερε ότι το 'ξερα αλλά το 'ταζε. Την ώρα που το 'ταζε (το πίστευε) ταξίδευε στις θάλλασες του νου. Ο Τάκης είχε και τα δυό πόδια κομμένα. Εγώ, όποτε είχα έξοδο, πήγαινα Κυριακή και τον έπαιρνα με το αναπηρικό του καροτσάκι για να πάμε στο Καραϊσκάκη. Κι αυτός με χαρτζιλίκωνε κι έβαζε και το εισιτήριο. Το σπίτι του Τάκη ήταν στα Θυμαράκια, δίπλα απο τη στάνη του Κρητικού. Τότε τα Θυμαράκια μέχρι τα Σεπόλια και την Κολοκυνθού και μέχρι κάτω την Ιερά Οδό στην ελιά του Πλάτωνα ήταν περιβόλια και βουστάσια. Ήταν και η χαβούζα που μέσα της αδειάζαν τους βόθρους· δίπλα από τη χαβούζα ήταν η ΕΒΓΑ. Οταν σφάζαν τα ζωντανά, βόιδια, κατσίκια, τράγους, κι έρχονταν οι χαμάληδες με τα καροτσάκια να τα πάνε στο χασάπη κι ήταν αυτά σαν γδαρμένοι άνθρωποι και το αίμα τους έσταζε, ο Τάκης μου 'λεγε «έτσι να γίνουν οι αντιπαλοί μας που εμάς τη φτωχολογιά, τους μαουνιέρηδες, μας έχουν μες στην αδικία». Η αδικία αορίστως και γενικώς έτρεφε το οπαδιλίκι του Τάκη. Ήταν και οι καιροί πονηροί, είχε σκάσει η αποστασία, και η μελαγχολία του Τάκη και το μόνιμο αίσθημα αδικίας τον άφηνε ήσυχο, μόνο στην εξέδρα, καθώς επευφημούσε τον αέρινο Μποτίνο, τον Φόντακα Σιδέρη, τον παθιασμένο μάγκα Αγανιάν. Ο Τάκης πέθανε λίγο πριν τη Χούντα. Μου άφησε κληρονομιά την αγάπη για τον Ολυμπιακό και το όνειρό του «να γράψω κάποτε για αυτήν την ομαδάρα και τον "Κλαούσεβιτς" Μπούκοβι, τον μαέστρο της τακτικής, που ταπείνωσε τα Αγγλάκια με τα κοντά παντελονάκια». Ο Τάκης ήξερε το μυστικό μου, ότι μ' άρεσε να βάζω τσάτρα-πάτρα τις σκέψεις μου και τα συναισθηματά μου στο χαρτί.

Μετά απο χρόνια ο φίλος εκδότης Πέτρος Σταθάτος μού γνώρισε τον ερευνητή του Ολυμπιακού Χρήστο Πιππίνη. Ο Χρήστος εχει ένα τεράστιο και πλήρες αρχείο για τον Ολυμπιακό. Έπεσε η κουβέντα πώς να αξιοποιηθεί. Κι εγώ σκέφτηκα τον Τάκη, να γίνει πραγματικότητα το όνειρό του. Και πρότεινα να γράψουμε για την ομαδάρα του Μπούκοβι, που την είχε κάνει και τραγούδι ο Περπινιάδης. Τριακόσιες χιλιάδες σινγκλς σαρανταπεντάρια είχε πουλήσει τότε, όταν το αντίστοιχο της ΑΕΚ είχε πουλήσει μόλις είκοσι χιλιάδες.

Η πρότασή μου -έγινε αμέσως αποδεκτή- είχε και ιδιοτέλεια. Ξοφλούσα και το χρέος απέναντι στον Τάκη αλλα και απέναντι στους ήρωες παίκτες της νιότης μου. Το πείσμα τους, η μαχητικότητά τους, οι ελιγμοί τους, ο τσαμπουκάς τους με βοήθησαν να πολεμήσω φαντάσματα της εφηβείας. Τους το χρωστούσα.

Εγώ και ο Χρήστος βρεθήκαμε με τον Μποτίνο στο Καραϊσκάκη για να του δώσουμε το βιβλίο. Καθώς τα λέγαμε, σηκώθηκαν από τα διπλανά τραπεζάκια και μας κύκλωσαν (συνομήλικοί μας) και αγκάλιαζαν συγκινημένοι τον Μποτίνο και του διηγούνταν με κάθε λεπτομέρεια φάσεις απο αγώνες παλιούς· πώς περνούσε στο άστα -ντούε τρεις και τέσσερις αντιπάλους, θυμούνταν ακόμη και πώς «οι κουφάλες οι αντίπαλοι αμυντικοί τον σηκώναν στον αέρα με κλοτσιά γιατί μόνο έτσι μπορούσαν να τον σταματήσουν». Και την ώρα που τα διηγούνταν τα ζούσαν, το 'βλεπες στα μάτια τους. Ωδή στη νιότη τους που τη ζωντάνευε ξανά ο Μποτίνος, ο Πολυχρονίου, ο Γιούτσος, ο Ζαντέρογλου, ο Φρονιμίδης, ο Αγανιάν, ο Σιδέρης, ο στρατηγός πατέρας Μπούκοβι.



Με το βιβλίο, λοιπόν, για τον Μπούκοβι την ομαδάρα ξόφλησα δυο χρέη και ταυτόχρονα μπήκα στη μηχανή του χρόνου και ξανάζησα αυτά που δεν ήθελα ποτέ να τελειώσουν. Είναι πικρό κι άδικο που γερνάμε.

Γεια σου Μποτίνο, γεια σου μάγκα Αγανιάν, γεια σου νιότη που σε ξανάγγιξα.

2 σχόλια:

ΝΙΚΟΣ ΜΑΥΡΩΝΑΣ είπε...

Όταν μιλάς και γράφεις για
τον Ολυμπιακό δεν γερνάς ,ΓΥΡΝΑΣ
σε ότι πολύ αγάπησες, πρόσωπα,στιγμές, εικόνες,συναισθήματα .Και που είσαι.Έχεις και συ ένα χρέος.
ΓΡΑΦΕ!

Γιωργος Κεντρωτης είπε...

@ ΝΙΚΟΣ ΜΑΥΡΩΝΑΣ: Όλα σωστά τα λες. Αλλά το γράψιμο, Θρυλόπιστε, δεν γίνεται ούτε κατά παραγγελίαν ούτε με ζόρι. Χαίρε!