Το κείμενο του σύγγαυρου Γιώργου Ρούση δημοσιεύθηκε σήμερα στο ΦΩΣ:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΗΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΑΚΗ
ΠΑΤΤΑ
Στη λίστα των γρήγορων κλήσεων του κινητού μου στον αριθμό
4, δηλαδή μετά τη γυναίκα μου και τα δυο μου παιδιά, είχα τον Τάκη.
Ανάμεσα στους λιγοστούς φίλους
που μου έχουν απομείνει, μετά από τόσες ενσωματώσεις και μετατοπίσεις που σε
οδηγούν τίποτα, το βαθύτερα κοινό να μην έχεις πια με τους παλιούς φίλους, ο
Τάκης βρίσκονταν στην κορυφή.
Τί είναι αυτό που συνέδεε τόσο
πολύ ένα κατά κόσμο καθηγητή πανεπιστημίου με έναν απλό, λαϊκό άνθρωπο θα
διερωτηθεί κανείς. Απαντώ: ένα χρώμα. Το κόκκινο, που για τους δυο μας
αποτελούσε καθοριστικό στίγμα της ζωής μας. Το κόκκινο του Ολυμπιακού, ο οποίος
για τον Τάκη ήταν σημαντική αναφορά κυρίως μετά την απόσυρση του από τα
επαγγελματικά του, στα οποία η ζωή τον ανάγκασε να βουτήξει από τα δεκατέσσερα
του.
Παρόλο που θύμωνε όταν άκουγε ότι
ο Θρύλος είναι Ιδέα και Θρησκεία, μια και ο ίδιος ήταν υλιστής και άθρησκος,
παρόλο που αντιμετώπιζε με οίκτο τους νέους, των οποίων το μόνο ενδιαφέρον τους
ήταν ο Ολυμπιακός, αυτός ο τελευταίος αποτελούσε για τον ίδιο το βαρόμετρο
της ψυχολογικής του κατάστασης. Γι’ αυτό και με πάθος, αλλά και συγχρόνως ώριμα
και αντικειμενικά, όχι μόνον παρακολουθούσε από κοντά τις μάχες του Θρύλου μέσα
κι έξω από την Ελλάδα, αλλά και ενημερώνονταν λες και ήταν επαγγελματίας για όλες
τις εξελίξεις γύρω από αυτόν.
Πέρυσι που η αλήθεια είναι ότι ο
ποδοσφαιρικός Θρύλος μάς απογοήτευσε από την άποψη του προσφερόμενου θεάματος,
με πόνο ψυχής μου έλεγε: «Δεν φτάνει που μας έχουν τσακίσει απ’ όλες τις
πλευρές, μας στερούν και τη χαρά που μας είχε απομείνει να απολαμβάνουμε το
Θρύλο». Και αυτό όσο περίεργο κι αν φαντάζει, για όσους αγνοούν το μεγαλείο του
μπαλέτου της εργατικής τάξης, που είναι το ποδόσφαιρο, τον έριχνε ψυχολογικά,
όπως άλλωστε πολλούς από εμάς τους Γαύρους.
Παρόλα αυτά και γνωρίζοντας την
αρρώστια του, λίγες μέρες πριν είχε σπεύσει να ανανεώσει το εισιτήριο διαρκείας
του.
Αλλά πέρα από το κόκκινο του
Ολυμπιακού υπήρχε ακόμη ένα πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό κόκκινο που μας συνέδεε με
τον Τάκη. Αν και προερχόμενοι από διαφορετικές αφετηρίες-συνιστώσες της
παραδοσιακής αριστεράς, παραμέναμε και οι δυο μας πιστοί στην καταδίκη της
βαρβαρότητας και πασχίζαμε ο καθένας με τις δυνάμεις του να συμβάλουμε στην
αποτίναξη της.
Και αυτή η πίστη του Τάκη που δεν
αποτελούσε για αυτόν ένα απλό ιδεολόγημα, αλλά μια εν τη πράξει στάση ζωής, τον
οδηγούσε να αξιολογεί τα τεκταινόμενα με τέτοια ωριμότητα που σπάνια συναντάει
κανείς.
Θυμάμαι όταν φύγαμε παρέα μετά
την παρουσίαση κάποιου μου δύσκολου θεωρητικού βιβλίου –που σημειώνω ότι
συνήθιζα να του στέλνω για να μου πει τη γνώμη του πριν την τελική γραφή– μου
έκανε, με όλη τη σεμνότητα που τον χαρακτήριζε,
μια συνοπτική σε βάθος ανάλυση του, που με άφησε άφωνο.
Και λίγες μέρες πριν φύγει, με
πήρε τηλέφωνο για να μου πει ότι συνιστούσε γι’ αυτόν μια από τις μεγαλύτερες
χαρές των τελευταίων χρόνων η συντελούμενη μετωπική συμπόρευση των δυνάμεων της
ριζοσπαστικής αριστεράς.
Πέρα όμως από το κόκκινο, που
έτσι κι αλλιώς, όπως συνηθίζαμε να λέμε μεταξύ μας –ίσως και για να
αυτοπαρηγορούμαστε – θα ήταν το μέλλον του κόσμου από κάθε σκοπιά, ο Τάκης είχε
και άλλα δυο σημαντικά στοιχεία που με έκαναν να τον έχω τόσο ψηλά στην
συναισθηματική μου κλίμακα. Το ένα ήταν η ευθύτητα του που πολλές φορές τον έκανε
να χιμάει ασυγκράτητος, όταν ένιωθε ότι απέναντι του είχε να κάνει με κάποια
υστεροβουλία· και το άλλο ότι είχε το χαμόγελο στα χείλη, μια εικόνα που όλο
και σπανίζει στις μέρες μας.
Ο Τάκης έφυγε βιαστικά και
αναπάντεχα και αυτό κάνει το πόνο των ανθρώπων του και το δικό μας ακόμη πιο
οδυνηρό. Το ματς της ζωής του τέλειωσε δίχως να προκάνει να δει τις μέρες που
λαχταρούσε. Πρόκανε όμως να γραφτεί ανεξίτηλα στις μνήμες μας και στην καρδιά
μας για πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου