20.7.13

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΖΟΥΑΝ ΜΙΡΟ




OCTAVIO PAZ


ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΖΟΥΑΝ ΜΙΡΟ

Το γαλάζιο στεκόταν ακίνητο ανάμεσα στο κόκκινο και το μαύρο.
Ο άνεμος έμπαινε κι έβγαινε απ’ τη σελίδα του κάμπου,
άναβε μικρές φωτίτσες, κυλιότανε πεσμένος στις στάχτες,
έβγαινε με μουτζουρωμένη μούρη και φώναζε στις γωνίες των
   δρόμων,
ο άνεμος έμπαινε κι έβγαινε ανοίγοντας και κλείνοντας πόρτες
   και παράθυρα,
έμπαινε κι έβγαινε από τους αυγινούς κι από τους δειλινούς
   διαδρόμους του κρανίου,
ο άνεμος με μουντζαλιές και με τα χέρια λερωμένα απ’ τα μελάνια
έγραφε κι έσβηνε ό,τι είχε ώς τότε γράψει πάνω στης ημέρας
   τον τοίχο.
Ο ήλιος είταν απλώς οιωνός του κίτρινου χρώματος,
απλός υπαινιγμός φτερών, το μελλοντικό του αλέκτορος λάλημα.
Το χιόνι είχε αποδημήσει, η θάλασσα είχε χάσει τη μιλιά της,
και υπήρχε ένας περιφερόμενος θόρυβος με κάτι φωνήεντα που
   εγύρευαν να βρουν μιά λέξη.

Το γαλάζιο στεκόταν ακίνητο, κανείς δεν τό ’βλεπε, κανένας δεν
   τ’ άκουγε:
Το κόκκινο είταν κάποιος τυφλός, το μαύρο ένας κωφάλαλος.
Ο άνεμος μπαινόβγαινε ρωτώντας Πού πήγε ο Ζουάν Μιρό;
Εδώ στεκότανε από μιας αρχής, αλλά δεν τον έβλεπε ο άνεμος:
ακίνητος μεταξύ γαλάζιου και κόκκινου, μαύρου και κίτρινου,
ο Μιρό είταν ένα αλμυρό ξάστερο βλέμμα, μιά κλεφτή ματιά με
   χέρια εφτά,
μ’ εφτά χέρια σε σχήμα αφτιών για ν’ ακούνε και τα εφτά τα
   χρώματα,
μ’ εφτά χέρια σε σχήμα ποδιών για ν’ ανεβαίνουν και τις εφτά
   τις κλίμακες του ουράνιου τόξου,
μ’ εφτά χέρια σε σχήμα ριζών για να είναι και παντού και
   πάντοτε στη Βαρκελώνη.

Ο Μιρό είταν ένα αλμυρό βλέμμα επτάχειρο.
Με το πρώτο του χέρι κοπάναγε το ταμπούρλο της νύχτας,
με το δεύτερο έσκιαζε πουλιά στον κήπο του άνεμου,
με το τρίτο του έσειε των αστεριών το κουμάρι,
με το τέταρτο συνέγραφε τον θρύλο των αιώνων των σαλιγκαριών,
με το πέμπτο του εφύτευε νησιά στου πράσινου το στήθος,
με το έκτο έπλασε μιά γυναίκα ανακατεύοντας νύχτα και νερό,
   ηλεκτρισμό και μουσική,
και με το έβδομο έσβησε ό,τι είχε φτιάξει κι έπιασε τα πάντα
   ξανά από την αρχή.

Το κόκκινο άνοιξε τα μάτια, το μαύρο είπε κάτι ακατάληπτο
   και το γαλάζιο εσηκώθηκε όρθιο.
Κανένα από τα τρία τους δεν πίστευε στα μάτια του:
οχτώ κοράκια είσαν ή μήπως οχτώ αλεξιβρόχια;
Και τα οχτώ τους ανοίξαν τα φτερά, κι αρχίσαν να πετούν
   κι εξαφανίστηκαν περνώντας μέσ’ από ’να τζάμι
   που ’ταν σπασμένο.

Ο Μιρό έπιασε κι έβαλε στα τελάρα του φωτιά.
Καίγονταν τα λιοντάρια και οι αράχνες, οι γυναίκες και
   τ’ άστρα,
ο ουρανός εγέμισε τρίγωνα, σφαίρες, δίσκους και εξαεδρικά
   πρίσματα φλεγόμενα,
η φωτιά κατέφαγε την πλανητική φάρμα που ’χε ξεφυτρώσει
   στη μέση του διαστήματος,
κι απ’ τον σωρό τις στάχτες πεταλούδες εβλάστησαν και
   χελιδονόψαρα και βραχνοί φωνόγραφοι,
με μέσ’ από τις τρύπες των καψαλισμένων καμβάδων
επέστρεψαν το γαλάζιο διάστημα και η αχτίδα του χελιδονιού, η
   φυλλωσιά των σύννεφων και η ράβδος η θάλλουσα:
είταν η άνοιξη και επέμενε, επέμενε δε με κάτι χειρονομίες
   εξ ολοκλήρου πράσινες.
Μπροστά σε τέτοια πάμφωτη επιμονή έξυσε ο Μιρό το κεφάλι του
   με το πέμπτο του χέρι
και είπε μουρμουριστά και κατ’ ιδίαν: Δουλεύω λες κι είμαι κηπουρός.

Κήπος με πέτρες ή με βάρκες; Με τροχαλίες κήπος ή μήπως
   με χορεύτριες;
Το γαλάζιο, το μαύρο και το κόκκινο πιλαλούσαν μες στα λιβάδια,
οι αστερούσες εδράμανε γυμνές, αλλά οι λόφοι οι κρυουλιάρηδες
   είχανε κιόλας προλάβει να χωθούνε κάτω απ’ τα στρωσίδια,
άσε που υπήρχαν και ηφαίστεια φορητά και τεχνητές φωτιές στο σπίτι.
Οι δύο δεσποινίδες που είχαν τοποθετηθεί επί της υποδοχής στις
   πόρτες, η Γεωμετρία και η Προοπτική,
είχανε πάρει τον Μιρό αλά μπρατσέτα να βγούνε να ξεσκάσουνε
   στην εξοχή, και τραγουδάγαν το Une étoile caresse le sein
   d’une négresse.

Ο άνεμος εγύρισε τη σελίδα του κάμπου, σήκωσε το κεφάλι του
   και είπε Μα πού έχει πάει ο Ζουάν Μιρό;
Εδώ στεκότανε από μιας αρχής, αλλά δεν τον έβλεπε ο άνεμος:
Ο Μιρό είταν ένα αλμυρό ξάστερο βλέμμα, απ’ όπου έμπαιναν
   κι έβγαιναν κάτι αλφαβητάρια ασθμαίνοντα.
Και δεν είσαν γράμματα αυτά που μπαίνανε και βγαίνανε
   απ’ των ματιών τις σήραγγες:
είσαν πράγματα ζωντανά που εσμίγανε και χωρίζανε, που
   αγκαλιάζονταν και δαγκώνονταν και διασκορπίζονταν,
κι ετρέχανε σ’ όλη τη σελίδα κατά σειρές πολύχρωμες και
   μανιασμένες, κι είχανε κέρατα και ουρές,
και άλλα τους είχανε λέπια, άλλα φτερούγες, και άλλα τους τομάρια
   ζώων είχανε,
και όσες λέξεις εσχημάτιζαν είσαν μεν απτές και ακουστές
   και εδώδιμες, πλην όμως τελείως απρόφερτες:
δεν είσαν γράμματα εκείνα, είσαν αισθήσεις, δεν είσαν αισθήσεις,
   μετασχηματισμοί είσαν.

Και όλα τούτα, αλήθεια, προς τί; Για να τραβηχτεί μιά γραμμή
   σε κάποιου μοναχού το κελλί,
για να φωτιστεί μ’ ένα ηλιοτρόπιο η φεγγαροκεφαλή κάποιου ξωμάχου,
για να καλωσοριστεί η νύχτα που έρχεται συνοδευόμενη από γαλάζιες προσωπικότητες και πουλιά εορταστικά,
για να γιατρευτεί ο θάνατος με μιάν ομοβροντία γερανιών,
για να λέμε Καλημέρα στην ημέρα που ’ρχεται δίχως ποτέ να την
    έχουμε ρωτήσει ούτε από πού έρχεται ούτε που πηγαίνει,
για να θυμόμαστε και να μην ξεχνάμε ότι η φουσκοθαλασσιά
   είναι ένα κοράσι που κρύβεται κάτω από τις σκάλες
   σκασμένο στα γέλια,
για να δούμε τον ήλιο και τους πλανήτες του να λικνίζονται πάνω
   στον ρόμβο του ορίζοντα,
για να μάθουμε να βλέπουμε και για να δούμε ότι θα δούμε
   τα πράγματα να μας βλέπουν, καθώς θα μπαινοβγαίνουνε
   από τα βλέμματά μας,
αλφαβητάρια ζωντανά που πετάνε ρίζες, ξεπετάγονται,
   μπουμπουκιάζουν, ανθίζουνε, μαραίνονται, επιστρέφουν,
   σκορπίζονται, σβήνουν.

Τα βλέμματα είναι σπόροι, βλέπω ίσον σπέρνω, ο Μιρό
   εδούλευε λες κι είταν κηπουρός,
και με τα εφτά του χέρια εσχεδίαζε ασταμάτητα –σα σκύλος που
   κυνηγάει να δαγκώσει την ουρά του, ωχ! και αχ!–
τη μεγάλη απορία, τη μεγάλη έκπληξη, τον μέγιστο εκείνο
   θαυμασμό, με τον οποίο ξαναρχίζει συνέχεια
   κάθε μέρα κάθε μέρα ο κόσμος.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Δεν υπάρχουν σχόλια: