9.2.14

ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΣ (ΓΙΑ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ)






ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ


ΔΙΑΛΟΓΟΣ
                               

       A voce più ch’al ver drizzan li volti
       E così ferman sua opinione,
       Prima ch’arte o ragion per lor s’ascolti
                               Dante Purg. XXVI, 121-123


ΠΟΙΗΤΗΣΦΙΛΟΣΣΟΦΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ

  ΦΙΛ. Έπειτα από τόσες ομιλίες, εξέχασες κυττάζοντας κατά το Μωριά.
  ΠΟΙΗΤ. Αλλά πρέπει να εξέχασες και συ, γιατί δε μου ωμιλούσες παντελώς· είναι πιθανό να εστοχαζόμασθε τα ίδια πράγματα και οι δύο· ημπορεί να επέρασαν τρεις ώρες αφού ο ήλιος εμεσουράνησε, θέ­λουν ακόμη τέσσερες για να θολώσουν τα νερά, και, αν θέλεις, ημπορούμε να καθίσουμε εις τούτη την πέτρα, και να ξαναρχινήσουμε.
  ΦΙΛ. Ας καθίσουμε· γλυκειά η μυρωδία του πελάγου, γλυκός ο αέρας, και ο ουρανός ασυγνέφιαστος.
  ΠΟΙΗΤ. Το πέλαγο είναι όλο στρωτό, και ο αέρας λεπτότατος, και όποιος ήθελε να κινήση για το Μωριά, δεν ημπορούσε να κάμη ταξείδι χωρίς να δουλέψουν ακατάπαυστα τα κουπιά.
  ΦΙΛ. Τι σου αρέσει περισσότερο, η ησυχία της θάλασσας, ή η ταραχή;
  ΠΟΙΗΤ. Να σου πω την αλήθεια, μου άρεσε πάντα η γαλήνη, όπου απλώνεται καθαρώτατη· την εθεωρούσα σαν την εικόνα του ανθρώπου, οπού απομακραίνει από τες ανησυχίες του κόσμου, και με ειλικρίνεια φανερώνει όσα έχει μέσα του. Αλλ' αφού επέρασαν τα καράβια μας για να πάνε στο Μεσολόγγι, μ' αρέσει περισσότερο η ταραχή· εφαίνονταν δυο δύο, τρία τρία, και εξάνοιγες λευκά τα κατάρτια από τα φουσκωμένα πανιά, λευκά από τους διασκορπισμένους αφρούς τα κύματα,τα οποία με μία βουή, οπού λες και ήταν χαράς, αναγάλλιαζαν εις το πέλαγο του Ιονίου, και εσυντρίβονταν εις το γιαλό της Ζα­κύνθου.
  ΦΙΛ. Το θυμούμαι καλά· και τόσος ήταν ο κρότος, και τόση η ανακάτωσι του πελάγου, οπού σε επαραμέρισα, για ν' αποφύγουμε το ράντισμα, όπου αποπάνου μας 'σταλοβολούσε η θάλασσα.
  ΠΟΙΗΤ. Φαίνεται ότι εκεί πέρα οι δικοί μας δεν έχουν τόση δυσκολία να βρέχονται με το αίμα τους, όσην έχουμε εμείς να νοτισθούμε από ολίγες σταλαγματιές θαλασσινές.
  ΦΙΛ. Ετοιμάζεσαι πάλι να ξανακυττάξης κατά το Μωριά, και να ξανασωπάσης... αγκαλά εγώ έχω τον τρόπο να σε κάμω να ομιλής όποτε θέλω.
  ΠΟΙΗΤ. Εκατάλαβα· θέλεις να ομιλήσουμε για τη γλώσσα· μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατή τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήση ογλήγορα τα σοφολογιωτίστικα, και έπειτα αγκαλιασμένες και οι δυο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιωτατος κρώζη ή κανένας Τούρκος βαβίζη· γιατί για ’μέ είναι όμοιοι και οι δύο.
  ΦΙΛ. Βέβαια είναι εχθροί μας και οι δύο· με κάνεις να θυμηθώ τα λόγια του Λόκ· Η γλώσσα είναι ένα μεγάλο ποτάμι, εις το οποίον έχουν ανταπόκρισι τα όσα γνωρίζει ο άνθρωπος, και όποιος δεν την μεταχειρίζεται καθώς πρέπει, κάνει ό,τι του βολέση, για να κόψη ή να εμποδίση τους δρόμους, με το μέσον των οποίων τρέχει η πολυμάθεια. Όποιος κάνει λοιπόν αυτό με απόφασι θεληματική, πρέπει οι άλλοι να τον στοχάζωνται εχθρόν της αλήθειας και της πολυμάθειας.
  ΠΟΙΗΤ. Τι λες; ως πότε θα πηγαίνη ομπρός αυτή η υπόθεσι; Ένας λαός από το ένα μέρος να ομιλή σ’ έναν τρόπο, ολίγοι άνθρωποι από το άλλο να ελπίζουν να κάμουν τον λαόν να ομιλή μίαν γλώσσαν 'δικήν τους!
  ΦΙΛ. Για κάποιο καιρό η υπόθεσι θέλει ακολουθήση· η αλήθεια είναι καλή θεά, αλλά τα πάθη του ανθρώπου συχνότατα την νομίζουν εχθρήν. Κάποιοι γνωρίζουν την αλήθεια, αλλ' επειδή γράφοντας εις εκείνον τον τρόπον τον σκοτεινόν απόχτησαν κάποια φήμη σοφίας, τον ακολουθούν, και ας είναι σφαλερός.
  ΠΟΙΗΤ. Λοιπόν είναι αξιοπαρόμοιαστοι με τους ανθρώπους, οι οποίοι για να ζήσουν πουλούν φαρμάκι.
  ΦΙΛ. Περιγράφει το εργαστήρι ενός απ' αυτούς ο Σέϊκσπηρ εξαί­ρετα και θέλω να σου ξαναθυμίσω τα λόγια του, γιατί, τη αληθεία, μου ξαναθυμούν τον τρόπον, εις τον οποίον είναι γραμμένα τα βιβλία των Σοφολογιώτατων. — Εκρέμονταν από το πατερό του φτωχότατου εργαστηρίου μία ξεροχελώνα, ένας κροκόδειλος αχερωμένος, και άλλα δερμάτια άσχημων ψαριών· ήταν τριγύρου πολλά συρτάρια αδειανά με επιγραφές, αγγειά από χοντρόπηλο πράσινο, ήταν φούσκες, ήταν βρωμόχορτα παληωμένα, κακομοιριασμένα δεμάτια βούρλα, παληά κομμάτια από διαφόρων λογιών ιατρικά, αρηά σπαρμένα εδώ κ' εκεί, για να προσ­καλέσουν τον αγοραστή.
  ΠΟΙΗΤ.: Βλέπω από μακρυά έναν Σοφολογιώτατον· επιθυμώ για την ησυχία μου και για τη δική σου, και για τη 'δική του, να μην έλθη κοντά μας.
  ΦΙΛ.: Το επιθυμώ πολύ· εσύ θυμώνεις πάρα πολύ.
  ΠΟΙΗΤ. Θυμώνω γιατί είμαι στενεμένος να ξαναπώ τα πράγμα­τα, όπου είπαν τόσες φορές τα άλλα έθνη, και δίχως ωφέλεια να τα ξαναπώ. Οι Γάλλοι έλαβανφιλονικεία για τη γλώσσα, και ετελείωσε εις την εποχήν του Δαλαμβέρτ· την έλαβαν οι Γερμανοί, και ο Όπιτς έδωσε το παράδειγμα της αλήθειας· την έλαβαν οι Ιταλοί, και με τόσο πείσμα, οπού μήτε το παράδειγμα του Υψηλότατου Ποιητή είχε φθάσει για τότε να τους καταπείση. Ησύχασαν τέλος πάντων, γράφοντας τη γλώσσα του λαού τους, τα σοφά Έθνη, και αντί εκείνες οι ελεεινές ανησυχίες να μας είναι παράδειγμα για να τες αποφύγουμε, επέσαμε εις χειρότερα σφάλματα. Τέλος πάντων οι Σοφολογιώτατοι εκείνων των εθνών ήθελαν να γράφεται μία γλώσσα, οπού ήταν μία φορά ζωντανή εις τα χείλη των ανθρώπων· κακό πράγμα βέβαια, και αν ήταν αληθινά δυνατόν· γιατί δυσκολεύει την έξάπλωσι της σοφίας· αλλ' οι δικοί μας θέλουν να γράφουμε μία γλώσσα, η οποία μήτε ομιλιέται, μήτε άλλες φορές ωμιλήθηκε, μήτε θέλει ποτέ ομιληθή.
  ΦΙΛ.:  Ο Σοφολογιώτατος έρχεται κατά 'μάς·
  ΠΟΙΗΤ.: Καλώς τα 'δέχθηκες με την υπομονή σου! εγώ δεν θέλω λόγια μ' αυτόν. Κύττα πώς τρέχει! Το πηγούνι του σηκώνει  την άκρη, ωσάν να ήθελε να ενωθή με τη μύτη. Ώ να εγένονταν η ένωσι, και τόσο σφιχτή, 'πού να μην μπορή πλέον ν' άνοίξη το στόμα του, για να φωτίση το γένος!
  ΣΟΦ. Έφαγα τον κόσμο, φίλτατε, για να σ' εύρω· έτρεχα, όπως είναι το χρέος ενός καλού πατριώτη να τρέχει, όταν είναι εις κίνδυνον η δόξα του γένους· ένα βιβλίο θέλει τυπωθή 'γλήγορα, γραμμένο εις τη γλώσσα του λαού της Ελλάδας, οπού λέγει κακό για 'μάς τους σοφούς, και μου κακοφαίνεται.
  ΦΙΛ. Γιατί σου κακοφαίνεται;
  ΣΟΦ. Γιατί πολλά μυαλά είναι σωστά, και πολλά όχι· και όσα δεν είναι σωστά, ημπορεί να απατηθούν. Είναι τόσοι χρόνοι οπού σπουδάζω για το κοινόν όφελος της πατρίδας μου, και δεν επιθυμούσα να έβγουν άλλοι να μου τυφλώσουν τους ανθρώπους. Ήλθα σ’ εσέ, οπού είσαι σοφός και συ, για να ενωθούμε με όσους συλλογίζονται καλά, και να καταπλακώσουμε αυτόν τον βάρβαρον συγγραφέα.
  ΦΙΛ. Και ποίος είναι ο συγγραφέας;
  ΣΟΦ. Δεν μου είπαν τ' όνομά του· μου είπαν 'πως είναι ένας νέος, ο οποίος για την κοινή γλώσσα βαστάει πάντα το σπαθί στο χέρι, και, από τη μάνητα τη μεγάλη, ημπορούμε να 'πούμε 'πως εκαταστήθηκε άλλος Αίας μαστιγοφόρος.
  ΠΟΙΗΤ. Λοιπόν πάρε τα μέτρα σου, μη λάχη και στον θυμό του σκοτώση πρόβατα και αυτός, και εντροπιασθή,
  ΣΟΦ. Ας εντροπιασθή· γι' αυτόν Δεν με μέλει· με μέλει για το κοινόν όφελος.
  ΠΟΙΗΤ. Και τι όφελος;
  ΣΟΦ. Η γλώσσα σου φαίνεται 'λίγη ωφέλεια; με τη γλώσσα θα διδάξης το κάθε πράγμα· λοιπόν πρέπει να διδάξης πρώτα τες ορθές λέξες.
  ΠΟΙΗΤ. Σοφολογιώτατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό το 'ξέρουν και τα παιδιά.
  ΣΟΦ. (Μέ μεγάλη φωνή). Γνωρίζεις τα Ελληνικά, Κύριε; τα γνωρίζεις, τα εσπούδαξες από μικρός;
  ΠΟΙΗΤ. (Μέ μεγαλύτερη), Γνωρίζεις τους Έλληνας, Κύριε; τους γνωρίζεις, τους εσπούδαξες από μικρός;
  ΦΙΛ. Αδέλφια, μην αρχινάτε να φωνάζετε, γιατί βρισκόμασθε εις το δρόμο, και η αληθινή σοφία λέει το δίκαιόν της με μεγαλοπρέπεια, και χωρίς θυμούς.
  ΣΟΦ. (Χαμηλώνοντας τη φωνή και προσπαθώντας να φανή μεγαλόπρεπος). Αλήθεια, φίλε· έτσι έκανε και ο Σωκράτης.
  ΠΟΙΗΤ. Απαράλλαχτα! Θυμήσου το όνομα, γιατί ημπορεί να χρειασθή. Ωστόσο σου ξαναλέγω ότι ο διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός.
  ΣΟΦ. Τούτο μου φαίνεται πολύ παράξενο· ένας από τους σοφωτερους του έθνους μας έγραψε ότι, για να γράφουμε με τα λόγια του λαού, πρέπει και με τους στοχασμούς του λαού να συλλογιζώμασθε.
  ΠΟΙΗΤ. Αυτά είναι τέκνα στραβόκορμα ενός πατέρα ευμορφότατου. Ο Κονδιλλιάκ είχε 'πεί 'πως η λέξι είναι το σημείο της ιδέας· δεν εφαντάσθηκε όμως ποτέ 'πως όσοι έχουν τες ίδιες λέξες έχουν τους ίδιους στοχασμούς· τα νομίσματα εις τον τόπον, εις τον οποίον ζης, έχουν την ίδια τιμή· μ' όλον τούτο εις τα χέρια μου δεν αξίζουν, γιατί δεν ηξέρω να τα ξοδιάζω, εις τα χέρια σου αξίζουν ολίγον περισ­σότερο, γιατί ηξέρεις και τα οικονομείς, και εις τα χέρια ενός τρίτου εις ολίγον καιρό πληθαίνουν. Αν ήταν αυτό αληθινό, όλοι οι άνθρωποι ενός τόπου έπρεπε να έχουν τους ίδιους στοχασμούς· διαφέρουν όμως εις αυτούς, όπως διαφέρουν εις τες φυσιογνωμίες· και αν κατά δυστυχίαν του γένους κανένας Σοφολογιώτατος ετρελλαινότουν, είναι πιθανό να εξεθύμαινε την τρέλλα του με τα ίδια λόγια, οπού ήταν συνειθισμένος να λαλή· και για τούτο είναι σωστό πράγμα να 'πώ, ότι συλλογίζεται ωσάν κ' εσένα;
  ΣΟΦ. Σ’ τούτο το στερνό, φρόνιμα ωμίλησες· τες λέξες όμως του λαού να μεταχειριζόμασθε είναι άγνωστο πράγμα.
  ΠΟΙΗΤ. Το ενάντιο είναι άγνωστο. Εις τι περίστασες βρισκόμασθε, εις τι περίστασες βρίσκεται η γλώσσα μας; Εβγήκε ακόμα κανένας μεγάλος συγγραφέας να μας είναι παράδειγμα, ο οποίος να ευγένισε αληθινά τα λόγια της, ζωγραφίζοντας με αυτά εικόνες και πάθη;
  ΣΟΦ.  .. .'σαν τον Όμηρο, όχι βέβαια..
  ΠΟΙΗΤ. Πολύ 'ψηλά επήδησες, φίλε. 'Πες μου λοιπόν πώς πρέ­πει να πορευθούμε;
  ΣΟΦ. Πρέπει να τρέξουμε εις τες μορφές των ελληνικών λέ­ξεων, και να πάρουμε όσες ημπορούμε, και κάποιες από τες δικές μας, οπού δεν είχαν οι Παλαιοί, να τες σύρουμε στην παλαιά μορφή.
  ΠΟΙΗΤ. Γιατί;
  ΣΟΦ. Γιατί αυτές οι λέξες είναι ευγενικότερες.
  ΠΟΙΗΤ. 'Πες την αλήθεια, είναι άβλαβη η συνείδησί σου, ενώ μου λες τέτοια;
  ΣΟΦ. Άβλαβη, μα την αγάπη του Ελικώνος!
  ΠΟΙΗΤ. Φριχτότατος όρκος! και βεβαιώσου 'πως μου ταράζει τα σωθικά. Εγώ σου λέγω ωστόσο, 'πως έχεις πλακωμένην την κρίσιν από τον κόπον, οπού έκαμες, για να τες μάθης, και επειδή παρατηρώ 'πως εσείς όλοι ελπίζετε να φωτίστε το γένος με το αλφαβητάρι στο χέρι, σ' ερωτώ ποίο αλφαβητάρι είναι ευγενικώτερο το 'δικό μας, ή το ιταλικό;
  ΣΟΦ. Όσο για τούτο... τα γράμματα κάθε αλφαβηταρίου έχουν την ίδιαν ευγένεια.
  ΠΟΙΗΤ. Ήγουν δεν έχουν καμμίαν αφ' εαυτού τους. Όταν εί­ναι σκόρπια και ανακατωμένα, τι δηλούν; έρχεται ο τυπογράφος, τα διαλέει, τα βάνει εις τάξι, και το μάτι διαβάζει· Ουρανός, Μάρκος Μπότσαρις, Σοφολογιώτατος. Εις την πρώτη λέξι, σκύφτω το κεφάλι μου, αναδακρύζω στη δεύτερη, και εις την τρίτη, γελώ για χρόνους. το ίδιο 'Πες για τες λέξες· η ευγένειά τους κρέμεται από την τέχνη, με την οποίαν τες μεταχειρίζεσαι.
  ΣΟΦ. Όποιαν τέχνην και αν μεταχειρισθής, οι λέξες τής τωρινής Ελλάδας είναι διεφθαρμένες... Τι με κυττάζεις χωρίς να ομιλής;
  ΠΟΙΗΤ. Κυττάζω τες άσπρες τρίχες της κεφαλής σου.
  ΣΟΦ. Αμμή τι έχουν να κάμουν με τες λέξες;
  ΠΟΙΗΤ. Έχουν να κάμουν με τον καιρό. Ο καιρός, οπού άρχισε να σου κάνη σεβάσμια τα μαλλιά, διαφθείρει όλα τα πράγματα του κόσμου, και τες γλώσσες ακόμα, και ησύχασε.
  ΣΟΦ. Τι ευγένεια ημπορούν να έχουν οι λέξες μας, αν είναι διεφθαρμένες;
  ΠΟΙΗΤ. Την ευγένειαν, οπού είχαν οι αγγλικές, πριν γράψη ο Σέϊκσπηρ, οπού είχαν οι γαλλικές, πριν γράψη ο Ρασίν, οπού είχαν οι ελληνικές, πριν γράψη ο Όμηρος, και όλοι τους έγραψαν τες λέξες του καιρού τους. Κάθε γλώσσα πρέπει εξ ανάγκης να έχη λέξες από άλλες γλώσσες· και η ευγένεια των γλωσσών είναι ωσάν την ευγένεια των ανθρώπων· ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας σου, ο πάππος σου ευ­γενής, αλλά πηγαίνοντας εμπρός βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπον, οπού έπαιζε τη φλογέρα βόσκοντας πρόβατα.
  ΣΟΦ. Εγώ δεν λέγω να γράφουμε καθαυτό ελληνικά, αγκαλά έπρεπε να κάνουμε χίλιες ευχές για να ξαναζήσουν εκείνα τα λόγια.
  ΠΟΙΗΤ. Εγώ δεν κάνω καμμία, για να μην χάνω καιρό' και τη ζωή του Ματουσάλα να ήμουν βέβαιος 'πως θα ζήσω, δεν άνοιγα στόμα για τέτοιες ευχές, οι οποίες φέρνουν το ίδιο όφελος, οπού φέρνουν τα κλάϊματα στα σώματα των νεκρών. Οι ευχές, οπού κάνω είναι για να ξαναζήση η σοφία, και η σοφία δεν θέλει να ξαναζήση ποτέ, όσο γρά­φεται με τον τρόπον τον εδικόν σας. Έλαβα πάντα τη δυστυχία να στοχάζωμαι με τον Σωκράτη τες λέξες ωσάν τες σφυριές· το αυτί σου Πυθαγορίζει στες παλαιές, το δικό μου και του γένους στες τωρινές.
  ΣΟΦ. Και ποίος ημπορεί να μου εμποδίση να διορθώσω, καθώς θέλει ο Κοραής, τες λέξες μας με τα σχήματα της παλαιάς;
  ΠΟΙΗΤ. Για ποίο δίκαιο θέλεις να κάμης τέτοια διόρθωσι;
  ΣΟΦ. Γιατί η διόρθωσι μιας γλώσσας νέας πρέπει να γείνη με την οδηγία της μητρός της· όλη η Ελλάδα λέγει μάτι, εμείς πρέπει να διορθώσουμε, και να 'πούμε ομμάτιον· λέγει κρεββάτι, πρέπει να 'πούμε κρεββάτιον.
  ΠΟΙΗΤ. Η πρόταση αύτη ομοιάζει την τρέλλαν κάποιων ανθρώ­πων, οπού έχουν τα φαινόμενα της φρονιμάδας.
  ΣΟΦ. Τι εννοείς να 'πης.
  ΠΟΙΗΤ. Εννοώ να ειπώ, ότι μ' όλον 'που η πρότασι φαίνεται 'πως περιέχει κάποιο δικαίωμα, αν την 'ξετάξης καλά, δεν περιέχει κανένα, και είναι ενάντια εις τα παραδείγματα των άλλων εθνών.
  ΣΟΦ. Τούτο επιθυμώ να μου απόδειξης.
  ΠΟΙΗΤ. Μετά χαράς· και τόσο προθυμότερα σου το αποδείχνω, όσο συλλογίζομαι 'πως τούτο είναι το πρώτο θεμέλιο, εις το οποίο υψώ­νεται το μεγάλο χτίριο της γλώσσας σας, η οποία, με το θέλημα σου, είναι βαρβαρώτατη, όπως θέλει σου το αποδείξω εις το εξής. Η δια­φθορά της μορφής των λέξεων, λέγει ο Γιβελέν, είναι τριών λογιών ή αλλάχνουν τα φωνήεντα, ή αλλάχνουν τα σύμφωνα, ή αλλάχνουν τοπο­θεσία τα ψηφία, οπού συνθέτουν μίαν λέξι. Τούτο γίνεται εις κάθε γλώσσα, οπού γεννιέται από άλλην. Παρατήρησε τη γλώσσα των Λατίνων, τη γλώσσα των Ισπανών, τη γλώσσα των Γάλλων, τη γλώσσα των Ιταλών. Σύγκρινέ τες με τη γλώσσα 'που τες εγέννησε, και θέλει ιδής φανερώτατην την αλήθειαν, οπού σου λέγω. Τώρα ας πάρουμε τον πρώτο στίχο του Δάντη, και ας τον διορθώσουμε κατά τον τρόπο, οπού σεις αποφασίσετε να μεταχειρισθήτε· ΝΕL ΜΕΖΖΟ DEL CAMMIN DI NOSTRA VITA. Η ιταλική γλώσσα δεν είναι καθαυτό θυγατέρα της Λατινικής, είναι εγγονή της· ας κάμουμε τη διόρθωσι με την ίδιαν επιδεξιότητα, με την οποία την κάνετε εσείς εις τη γλώσσα σας· ΝΕL, είναι βάρβαρο, πρέπει να 'πούμε ΙΝ, ΜΕΖΖΟ, 'κείνα τα δύο ΖΖ είναι βάρβαρα, πρέπει να 'πούμε ΜEDIO. DEL, τίποτες. - CΑΜΜΙΝ, κάθου γύρευε πόθεν έρχεται· αλλά θέλει μεγα­λοψυχία· ας το λατινίσουμε· CΑΜΜΙΝΙ. - ΝΟSTRΑ, πρέπει να 'πούμε ΝΟSTRΑΕ. - VITA, πρέπει να 'πούμε VITAE. να, διορθωμένος ο στίχος και φωτισμένο το γένος! ΙΝ ΜΕDΙΟ CΑΜΜΙΝΙ ΝΟSΤRΑΕ VIΤΑΕ.
  ΣΟΦ. Τούτο είναι γελοίον.
  ΠΟΙΗΤ. Και τα 'δικά σας τάχα άλλοιώτικα είναι; Είναι απαράλ­λαχτα τα ίδια. Και τόσον ανόητος ήταν ο Δάντης να μην ηξεύρη και αυ­τός κατ' αναλογία να κάμη στη γλώσσα του τέτοια διόρθωσι; Οι στί­χοι του οι λατινικοί δεν είναι βέβαια εύμορφοι, όπως με τον Βιργίλιο, οπού όλον τον είχε στο νου του, δεν ήθελε πολύ τέτοιες διόρθωσες να τες κάμη. Γιατί δεν τες έκαμαν οι Γάλλοι; γιατί δεν τες έκαμαν οι Λατίνοι; Και πώς ημπορούσαν να τες κάμουν; Ας πάρουμε την ύστερη λέξι, Και ας ιδούμε αν ημπορή ποτέ να ξεβαρβαρωθή. Είπαμε vitae, αντί για vita· αλλά εξεβαρβαρώθηκε εις τέτοιον τρόπο; Όχι, Σοφολογιώτατε· η μορφή της λέξης έπεσε από μίαν βαρβαρότητα εις άλλην· το vitae είναι διεφθαρμένο και αυτό από το θαυμαστό σου το βίος, το ελληνικό· το βίος λοιπόν είναι η πρωτότυπη μορφή, Και η αλη­θινά ευγενική; Ποίος το είπε; Ποίος ξεύρει να σου το 'πη; το όφις, το όποιο βέβαια το στοχάζεσαι ευγενικώτερο από το φίδι, το όφις λέγω, με τόσες άλλες λέξες, δεν είναι μήτε ελληνικό, γιατί το οφ είναι ξένο, Και μοναχά η κατάληξί του είναι ελληνική· Και έτσι καθώς βλέπεις, Σοφολογιότατε, αγάλια, αγάλια, εγώ σε στενεύω να ομιλήσης του Αδάμ τη γλώσσα, Και ημπορής να μου ψάλης με τον Δάντη: La lingua chio parlai fu tutta spenta, γιατί εγώ σου αποκραίνομαι: ομίλειε με τα νοήματα, για να μη βαρβαρίζης!
  ΣΟΦ.  ...λοιπόν;
  ΠΟΙΗΤ. Λοιπόν τού λαού της Ελλάδας όλες τες λέξες...
  ΣΟΦ. (κοκκινίζοντας). Πάντα τον λαό μου βγάνεις έξω για διδάσκαλο! ποίος το είπε ποτέ!
  ΠΟΙΗΤ. Πολλοί το είπαν, πολλοί. Ο Βάκων λέγει, δεν θυμού­μαι εις τι μέρος, ότι είναι κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι στοχάζονται 'πως τα πράγματα ειπώθηκαν όλα, Και εσύ στοχάζεσαι 'πως δεν ειπώθηκε τίποτε.
  ΣΟΦ. σε παρακαλώ να μου 'πης ποίος το είπε;
  ΠΟΙΗΤ. Άκουε, Σοφολογιώτατε, Και τρόμαξε· Is qui omnium eruditorum testimonio totiusque iudicio Graeciae cum prudentia et acumine et venustate et subtilitate tum vero eloquentiae (ακούς Σοφολογιώτατε; eloquentiae), varietate, copia, quam se cumque in partem dedisset omnium fuit facile princeps.
  ΣΟΦ. Ποίος; 'πες μου ποίος, να ησυχάσουμε.
  ΠΟΙΗΤ. Θυμήσου το όνομα, οπού εμελέτησες προτήτερα, γιατί τώρα χρειάζεται.
  ΣΟΦ. Ποίος, ο Σωκράτης;
  ΠΟΙΗΤ. Ο ίδιος· και επειδή σε βλέπω και αχνίζεις εις τ' όνομά του, να σε θερίσω και με τα λόγια του.

ΑΛ. Οἶμαι ἔγωγε· ἄλλα γοῦν πολλὰ οἷοί τ΄ εἰσὶν διδάσκειν σπουδαιότερα τοῦ πεττεύειν.
ΣΩ. Ποῖα ταῦτα;
ΑΛ. Οἷον καὶ τὸ ἑλληνίζειν παρὰ τούτων ἔγωγ΄ ἔμαθον͵ καὶ οὐκ ἂν ἔχοιμι εἰπεῖν ἐμαυτοῦ διδάσκαλον͵ ἀλλ΄ εἰς τοὺς αὐτοὺς ἀναφέρω οὓς σὺ φῂς οὐ σπουδαίους εἶναι διδασκάλους.
ΣΩ. Ἀλλ΄͵ ὦ γενναῖε͵ τούτου μὲν ἀγαθοὶ διδάσκαλοι οἱ πολλοί͵ καὶ δικαίως ἐπαινοῖντ΄ ἂν αὐτῶν εἰς διδασκαλίαν.
ΑΛ. Τί δή;
ΣΩ. Ὅτι ἔχουσι περὶ αὐτὰ ἃ χρὴ τοὺς ἀγαθοὺς διδασκάλους ἔχειν.

  ΣΟΦ.  ...Μη λάχη και εννοεί τίποτε άλλο;
  ΠΟΙΗΤ. Εσύ, οπού είσαι ελληνιστής, μου κάνεις εμέ τέτοια ερωτήματα; είναι δουλειά 'δική σου.
  ΣΟΦ. Δεν σου λέγω το εναντίο... Ευμορφότατα λόγια!
  ΠΟΙΗΤ. Ευμορφότατο νόημα! Ναι, ευμορφότατο νόημα: Αμμή τι ήθελες; να γράφη τες λέξες της κεφαλής του καθένας; με ποίο δικαίωμα; με το δικαίωμα, 'που δίνει το πνεύμα και η μάθησι; Καλό, λοιπόν· ένας, οπού έχει πνεύμα και μάθησι, φτειάνει μορφές λέξεων καθώς θελήση, ένας άλλος κάνει, το ίδιο, ένας τρίτος κάνει χειρότερα, και εις ολίγον καιρό Δεν έχουμε παρά σκοτάδια πυκνότατα. Για τούτο η φύσι των πραγμάτων ηθέλησε να γεννιούνται τα λόγια από το στόμα όχι δύο και τριών ανθρώπων, αλλά από του λαού το στόμα· και η φιλοσοφία αγροίκησε αυτήν την θέλησί της, και την εκήρυξε στους ανθρώπους. Όσο μεν γι' αυτό, οπού υποπτεύεσαι, 'πως να είναι άλλο τι απ’ ό,τι σημαίνουν τα λόγια, για ν' αφήσης κάθε αμφιβολία να σου 'πώ πόσοι Κλασικοί εξαναείπαν το ίδιο πράγμα.
  ΣΟΦ. Όχι, όχι, μη μελετήσης κανέναν, γιατί ο Πλάτων αξίζει για όλους τους, και για όσους θα γεννηθούν.
  ΠΟΙΗΤ. Δικαία κρίσι· αλλά η προφητεία την υπερβαίνει.
  ΣΟΦ. Εγώ πιστεύω του Πλάτωνος, περσότερο από όσα δικαιώ­ματα ημπορεί κανείς να προβάλη παρά να αμφιβάλλω στα λόγια του, κάλλιο να τρελλαθώ, και ήθελε τωόντι τρελλαθώ, αν αμφίβαλλα. Αγκαλά... τέτοιο πράγμα μου κάνει μεγάλην αγανάχτησι στην ψυχή μου... Είσαι γενναίος;
  ΠΟΙΗΤ. Και αν δεν είμαι, — ακολουθώντας τα παραδείγματα τόσων άλλων, προσπαθώ να φαίνωμαι τέτοιος.
  ΣΟΦ. Ω ! είσαι τέτοιος βέβαια, είσαι τέτοιος!
  ΠΟΙΗΤ. Ευχαριστώ, και ας είναι η πρώτη φορά 'που με βλέπεις.
  ΣΟΦ. (ομιλώντας αγαλινά). Πιστεύεις 'πως ο Πλάτων (Θεέ μου, συγχώρεσε με!) ο Πλάτων, λέγω, ο ίδιος, όπου το είπε, πιστεύεις 'πως έγραφε καθώς ομιλεί ο λαός;
  ΠΟΙΗΤ. Δεν το πιστεύω· και ποίος το πιστεύει;
  ΣΟΦ. Το πιστεύουν όσοι είναι της χυδαϊκής φατρίας.
  ΠΟΙΗΤ. Στρεβλό πράγμα.
  ΣΟΦ. Τι έλεγες έως τώρα συ ο ίδιος;
  ΠΟΙΗΤ. Τίποτε από αυτά. Εμείς δεν είπαμεν ακόμη πώς πρέπει να γράφουμε τη γλώσσα· έως τώρα, είπα, και σου απόδειξα, 'πως οι μορφές των λέξεων, όταν είναι κοινές, δεν είναι υποκείμενες να αλλάζωνται από κανέναν, με πρόφασι διόρθωσης· και τίποτε άλλο.
  ΣΟΦ. και τα λόγια του Πλάτωνος γιατί μου τα ανέφερες;
  ΠΟΙΗΤ. Για να καταπεισθής 'πως τη σημασία των λέξεων ο λαός την διδάσκει του συγγραφέα.
  ΣΟΦ. Το σύγγραμμα λοιπόν θα είναι κάθε άλλο πράγμα από του λαού την ομιλία.
  ΠΟΙΗΤ. Όχι κάθε άλλο πράγμα· εκείνο, όπου λέγει ο Βάκων για τη φύσι, δηλαδή, 'πως ο φιλόσοφος, για να την κυριέψη, πρέπει πρώτα να της υποταχθή, ημπορεί κανείς να το 'πη για τη γλώσσα· υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού, και, αν είσαι αρκετός, κυρίεψε την.
  ΣΟΦ. Αυτό δεν το καταλαβαίνω πώς γίνεται.
  ΠΟΙΗΤ. Να, πώς γίνεται. Από τα παραδείγματα, που θέλει σου αναφέρω, θέλει φανερωθή πως ο συγγραφέας πότε στες φράσες του ακολουθάει τον λαό, πότε όχι· πως η μορφή των λέξεων, όπου μεταχειρίζεται ο λαός, δεν αλλάζεται από τον συγγραφέα· πως κάθε λέξι για να λάβη ευγένεια, δεν χρειάζεται άλλο παρά η τέχνη του συγγραφέα· αν παίρνω τα παραδείγματα από τους ξένους, μη με ελέγχης· γιατί το φταίξιμο δεν ‘είναι δικό μου· Quando fui desto innanzi la dimane, pianger senti' fra 'l sonno i miei figliuoli ch'eran con meco, e dimandar del pane. Παρατήρησε, σε παρακαλώ. — το θυμάσαι όλο εκείνο το μεγάλο θαύμα της Τέχνης, τον Ούγολίνο; τούτα τα λόγια σου εγγίζουν την ψυχή;
  ΣΟΦ. Μάλιστα.
  ΠΟΙΗΤ. Εδώ δεν είναι μεταφορά καμμία, εδώ δεν είναι καμμία φράσι δεινή, και εις τούτους τους τρεις στίχους ο Ποιητής ακολούθη­σε τον λαό· μάλιστα είναι καλό να παρατηρήσουμε 'πως εκείνο το con meco, όπου οι Ιταλοί το βρίσκουν σωστότατο, δεν ημπορεί να προέρ­χεται παρά από τον κοινό λαό, γιατί ο συγγραφέας αφ' εαυτού του δεν τολμάει να κάμη και ως προς τούτο, θυμήσου το δω του Ομήρου, το ca’ του Δάντη, και άλλα τέτοια πλήθος, και, για να πληροφορηθής 'πως ο συγγραφέας δεν είναι εκείνος όπου τα πλάττει, βάλε και εσύ, κατά μίμησιν, αντί για ψωμί, ψώ, να ιδούμε τι απόκρισι λαβαίνεις από τους άλλους.
  ΣΟΦ. Εις ποίες περίστασες ο ποιητής δεν ακολουθάει στες φράσες του τον λαό;
  ΠΟΙΗΤ. Εις πολλές· όμως και εις αυτές πρέπει οι φράσες του να έχουν κάποιαν αναλογία με τες άλλες, όπου υπάρχουν· ed essa e l'altre mossero a sua danza, e quasi velocissime faville, mi si velar di sùbita distanza. Στους πρώτους δύο στίχους, οι φράσες του ποιητή είναι φρά­σες του λαού, στον τρίτον όχι, και έχει τέχνην καλήν η μορφή των λέ­ξεων, μ' όλον τούτο είναι πάντοτε η ίδια — Io venni in loco d’ ogni luce muto - αυτή η φράσι δεν είναι του λαού, τα λόγια όμως τα καταλαβαίνει, γιατί είναι 'δικά του.
  ΣΟΦ. Δος μου κανένα παράδειγμα, για να καταλάβω εις τι τρό­πον οι λέξες, οπού φαίνονται χυδαϊκές, ημπορούν να ευγενισθούν.
  ΠΟΙΗΤ. Ευθύς· όχι ποτέ αλλάζοντας μορφή. Αλλά 'πες μου εσύ πρώτα, - sollevo, peccator, capo, pasto, forbendo, capelli, αυτά τα λόγια σού φαίνονται ευγενικά;
  ΣΟΦ. Τα τρία Τα στερνά μου φαίνονται πολύ χυδαία.
  ΠΟΙΗΤ. La bocca sollevò dal fiero pasto  - quel peccator, forbendola a' capelli - del capo ch'elli avea di retro guasto. Τώρα εκείνο το forbendo, εκείνο το pasto σου φέρνουν φρίκη ή όχι;
  ΣΟΦ. —
  ΠΟΙΗΤ. Να, λοιπόν, αν έχης ψυχή, αισθάνεσαι 'πως έτσι μεταχειρισμένα τα λόγια δεν είναι χυδαϊκά· αν δεν έχης, μήτε τα φαντάσματα της ποιήσεως βλέπεις, μήτε τα πάθη αισθάνεσαι, και με την πρόληψι, ‘που έχεις, τα λόγια σού φαίνονται χυδαϊκά.
  ΣΟΦ. Η βάσι λοιπόν, εις την οποίαν πρέπει να καλλωπίσουμε τη γλώσσα μας, αντί να είναι η ελληνική, θέλεις να είναι η τωρινή;
  ΠΟΙΗΤ. Εξ αποφάσεως.
ΣΟΦ. Και πώς ημπορεί να γείνη αυτό; Είναι τόσες διάλεκτοι στην Ελλάδα και δεν ακουόμασθε ανάμεσό μας.
  ΠΟΙΗΤ. Πόσες διάλεκτοι; Πόσες; Κύττα καλά, μη σε απα­τήση η διαφορά της προφοράς, ενώ κρίνεις τες διαλέκτους της Ελ­λάδας· δέκα λόγια, οπού εμείς έχουμε αλλοιώτικα από 'κείνα, οπού έχουν εις το Μωριά, τι πειράζουν; Έπειτα, ποίες είναι τούτες οι μεγάλες διαφορές; Εμείς λέμε πατερό, και άλλοι λένε πάτερο, εμείς λέμε ματία, και αλλού λένε ματιά, εμείς λέμε αέρας, και αλλού λένε αγέρας, εμείς ημπορούνε, και άλλου λένε ημπορούν· τι διαφορές είναι τούτες; δεν ακουόμασθε ανάμεσό μας; άφησε να το λέγουν οι Ιταλοί, οι οποίοι αλη­θινά δεν ακούονται. Έλαβες ξένον δούλον ποτέ;
  ΣΟΦ. Τους δούλους μου βγάνεις έξω;
  ΠΟΙΗΤ. Αποκρίσου, γιατί δεν ήξέρεις πού αποβλέπει η ερώτησί μου.
  ΣΟΦ. Έλαβα.
  ΠΟΙΗΤ. Όταν ωμιλούσαν τους εκαταλάβαινες;
  ΣΟΦ. —
  ΠΟΙΗΤ. Αποκρίνομαι εγώ· εγώ έλαβα δούλους ξένους, Έναν από τη Μάνη, και τον εκαταλάβαινα εξαίρετα· έναν από το Γαστούνι, έναν από τον Όλυμπο, έναν από τη Χιό, έναν από τη Φιλιππούπολι, και τους εκαταλάβαινα εξαίρετα· άκουσα να ομιλούν ανθρώπους από το Μεσο­λόγγι, από την Κωνσταντινούπολη και τα λοιπά, και τους εκαταλάβαινα τόσο, όπου σχεδόν έλεγα όπως είναι από τον τόπο μου.
  ΣΟΦ. Αμμή αυτοί ήταν αμαθέστατοι όλοι.
  ΠΟΙΗΤ. Ήταν· και ο Χριστόπουλος, οπού είναι κάθε άλλο πα­ρά αμαθέστατος, γράφει με τες λέξες αυτών.
  ΣΟΦ. Και αυτές οι λέξες...
  ΠΟΙΗΤ. Και αυτές οι λέξες είναι οι ίδιες, με τες οποίες βρίσκεις γραμμένη τη Βοσκοπούλα, ποίημα, όπου δεν είναι γυναίκα να μη γνωρίζω, και έχει στη ράχη του χρόνους διακόσιους. Είδαμε τα Κλέφτικα τυπωμένα, και γνωρίζουμε και άλλα απ' αυτά, και επαρατηρήσαμε 'πως δεν έχουν μία λέξι, 'που να μη σώζεται στη Ζάκυνθο.
  ΣΟΦ. Και η φτώχεια της γλώσσας δεν σου φέρνει σύγχυσι καμμία;
  ΠΟΙΗΤ. Πρώτον μεν, δεν άκουσα ποτέ 'πως η φτώχεια μιας γλώσσας είναι αρκετό δικαιολόγημα, για να την αλλάξουν οι σπουδαίοι· δεύτερον δε, ποίος αποφάσισε 'πως είναι φτωχή;
  ΣΟΦ. Όλοι οι σοφοί του έθνους.
  ΠΟΙΗΤ. Σοφοί; ας είναι· και οι σοφοί δεν σου φαίνονται 'πως ημπορούν να κάνουν λάθος;
  ΣΟΦ. Είναι ευκολώτερο να λανθάνεσθε εσείς.
  ΠΟΙΗΤ. Να ήταν τούτο ζήτημα σκοτεινό και καινούριο, ίσως· αλλά είναι καινούριο; εις την εποχή του Δάντη δεν εκινήθηκε κάτι πα­ρόμοιο; όλοι οι σοφοί, καθώς τους κράζεις εσύ, εκείνου του καιρού, δεν εκατάτρεξαν τον Δάντη; δεν του έλεγαν 'πως η γλώσσα είναι διεφθαρ­μένη, δυστυχισμένη, φτωχή, και 'πως δεν είναι άξια να τη γράψη άν­θρωπος, οπού έχει σοφία; δεν αυθάδιασαν να τον φωνάξουν 'πως ήπρεπε να διπλώσουν με τα συγγράμματα του το πιπέρι; Τι λοιπόν μου φέρ­νεις έξω τους σοφούς, για να με τρομάξης; δεν είχαν εις τούτο περισ­σότερη γνώσι από τους φιλοσόφους οι χυδαίοι άνθρωποι, οι οποίοι ετραγουδούσαν στους δρόμους τους στίχους του; Είναι τώρα ένας στην Ι­ταλία 'που να μη σπουδάζη, για να μάθη τη γλώσσα του Δάντη;

                                                      *              *              *

  ΣΟΦ. Εγώ σε βεβαιώνω ότι πολεμώ για την αλήθεια, και όχι για τίποτε άλλο.
  ΠΟΙΗΤ. (Πιάνοντας φιλικά το χέρι του Σοφ.) Τίμια λόγια σου εβγήκαν από το στόμα· και εγώ και εσύ πολεμούμε για την αλήθεια· αλλά συλλογίσου καλά, μήπως κυνηγώντας την αλήθειαν εις εκείνον τον τρόπο, απατήθης, σφίγγοντας εις τον κόρφο σου το φάντασμα της. Έ­λα στο νου σου, στοχάσου πόσο κακό κάνει η γλώσσα 'πού γράφετε· ως πότε θα ακολουθούν να μας κλαίγουν οι ξένοι, και να μας ξαναθυμούν τες δόξες των παλαιών μας, για να μας αυξήσουν την εντροπή; «Η δάφνη κατεμαράνθη», εφώναξε ο γενναίος, πικρότατα και αληθινά λό­για! Ναι! αλοίμονον! η δάφνη κατεμαράνθη! Έρχεται ο ξένος και βρίσκει ακόμη ζωντανές πολλές συνήθειες της Ιλιάδος· ακόμη οι γυ­ναίκες λέγουν τα μυρολόγια εις τα λείψανα, και τα φιλούν· ακόμη ο γέρος στη δυστυχία του χτυπάει το μέτωπό του με τα δυό του χέρια, και τα σηκώνει στον ουρανό, 'σαν να ήθελε να τον ερωτήση, γιατί έπε­σε τέτοια συμφορά στο κεφάλι του· ακόμη γυμνώνει το βυζί της η μά­να και ξαναθυμάει του παιδιού της το γάλα, 'που του έδωσε· ακόμη ο δούλος κάνει όρκον εις το ψωμί, 'πού τον έθρεψε. Όμως ο ξένος δεν έχει άλλα 'δικά μας να μουρμουρίσει στα χείλια του παρά «Μήνιν άοιδε, θεά», γιατί η δάφνη κατεμαράνθη. και τώρα, 'πού ξαναγίνεται νί­κη στο Μαραθώνα, δεν σώζεται φωνή ανθρώπου να ξανακάμη στη γλώσσα μας όρκον, «Μα τες ψυχές, 'πού εχάθηκαν πολεμώντας!» για­τί η δάφνη κατεμαράνθη (ο ποιητής κλαίει).
  ΣΟΦ. (γελάει) Σε παρακαλώ να θυμηθής τα λόγια τα πικρά 'πού μου είπες.
  ΠΟΙΗΤ. Συγχώρεσέ με· έχω εύκολο το χείλο και δεν έχω κακή την καρδιά· συγχώρεσε με, σου λέγω.
  ΣΟΦ. 'Πες 'πως τα ξαστόχησα όλα.
  ΠΟΙΗΤ. Όχι όλα, αδελφέ αγαπημένε, μα τη μνήμη του Μπότσαρι, μη τα ξαστόχησες όλα! Τόσοι πατέρες έχουν εις τη διδασκαλία σου τα παιδιά τους, και ελπίζουν να τα κάμης ασπίδες της πατρίδας, και μην θέλης να πάρης το κρίμα στο λαιμό σου. δεν είναι εντροπή να φανέ­ρωση άλλος άνθρωπος 'πως έσφαλε, μάλιστα θέλη σ' επαινέση κάθε γεν­ναίος, και εγώ σου δίνω στο μέτωπο το φιλί της ειρήνης.
  ΣΟΦ. Εμείς, εμείς θέλει σηκώσουμε τους στύλους της γλώσσας, τώρα 'που η ελευθερία...
  ΠΟΙΗΤ. Δεν υποφέρεσαι πλέον! Εσείς, εσείς θέλει σηκώσετε τους ίδιους στύλους, οπού έστησε περνώντας από την Παλαιστίνην ο Σέσωστρις! Δεν υποφέρεσαι πλέον! Εσύ ομιλείς για ελευθερία; Εσύ, οπού έχεις αλυσωμένον τον νουν σου από όσες περισπωμένες εγράφθηκαν από την εφεύρεσι της ορθογραφίας έως τώρα, εσύ ομιλείς για ελευθε­ρία; Είδαμε το όφελος, όπου εκάμετε με τα φώτα σας εις την επανάστασι της Ελλάδας· ακούσαμε ποιητάδες ανόητους, 'που ήθελαν να αθανατίσουν τους Ήρωες και οι 'παινεμένοι Ήρωες Δεν εκαταλάβαιναν λέξι· ακούσαμε πεζούς σκοτεινόμυαλους, οι οποίοι επροσπαθούσαν να ανάψουν φλόγα πολέμου εις τον λαό, και αρχινούσαν με τη λέξη Προτροπή. Και πώς; δ λαός της Ρώμης έτρεχε ν' ακούση τον Κικέρωνα, γιατί δεν εκαταλάβαινε τίποτε; γιατί Δεν εκαταλάβαινε τίποτε, εδιώρθωνε ο λαός τον Δημοσθένη, ο όποιος έπαιξε επιταυτού με τη λέξι σφαλμένη; γιατί δεν εκαταλάβαινε τίποτε εθαύμασε, όταν εδιάβασε την Ιστορία του ο Η­ρόδοτος, κ' έκλαιγε ωστόσο ακούγοντας την ο Θουκυδίδης, όπου ήταν δεκατρίων χρονών; και γιατί δεν εκαταλάβαιναν τίποτε, εκφωνούσαν οι Σπαρτιάτες, τρέχοντας εις την μάχη, τα πολεμικά τραγούδια του Τυρ­ταίου, και αισθάνονταν τραγουδώντας και άλλην ψυχή μες στα στήθια τους; Ω νέοι συμμαθητάδες μου, πώς ημπορείτε να λάβετε ποτέ ελπί­δα να τραγουδήσουν και τα 'δικά σας, εάν σάς τρυπούν τ' αυτιά οι δι­δάσκαλοι σας με βρώματα, με θούριον, και με παρόμοια; Ω Σοφολογιώτατοι! αυτά είναι τα μαθήματα, οπού τους δίνετε, και θέλετε να τους φωτίσετε! τόσο κάνει να τους φωτίσετε με μία φούχτα στάχτη στα μά­τια! Σας δίνω όμως την είδηση ότι ετέλειωσε το βασίλειόν σας εις την Ελλάδα με των Τούρκων το βασίλειο. Ετέλειωσε, και ίσως αναθεματίστε την ώρα της Επαναστάσεως· όχι, όχι, η Ευρώπη, οπού έχει προση­λωμένα εις εμάς τα μάτια της, για να ιδή τι κάνουμε τώρα, όπου συντρί­βουμε τες άλυσες της σκλαβιάς δεν θέλει μας ιδή ποτέ να υποταχθούμε εις τριάντα τυράννους ξύλινους!
  ΦΙΛ. Σώπα γιατί μαζώνεται ο λαός.
  ΠΟΙΗΤ. Δεν με μέλει, ας μαζωχθή· μάλιστα ας μαζωχθή ο λαός της Ελλάδας όλης, για να τον ακούση ο Σοφολογιώτατος πώς ομιλεί· ας μαζωχθή, για να τον φωνάξω όσο δύναμαι δυνατώτερα, πόσο είναι αδικημένος εις το σκήπτρο της γλώσσας, το οποίον του έδωκε η φύσι. Εγνώρισε τη δύναμι αυτού του σκήπτρου ο Σωκράτης, την εγνώρισε ο Κικέρων, την εγνώρισε ο Σπερόνης, την εγνώρισαν όλοι οι σοφοί κάθε έθνους, και κάθε καιρού, και τούτος θέλει να τό αδράξη από τα χέρια του, να το τσακίση και να του δώση άλλο βρυκολακίστικο!
  ΣΟΦ. Αλλά. Κύριε...
  ΠΟΙΗΤ. Αλλά, Κύριε, δεν θέλει τό τσακίσετε ποτέ· οι ανδρείοι θέλει τό μεταχειρισθούν εις την πλάτη σας, καθώς ο Οδυσσέας εμεταχειρίσθηκε το δικό του εις την πλάτη του Θερσίτη.
  ΣΟΦ. Αλλά, Κύριε...
  ΠΟΙΗΤ. Αλλά, Κύριε, δεν ηξέρεις τι συλλογίζεσαι. Να αλλάξης τη γλώσσα ενός λαού! Σύρε, λοιπόν, τριγύρισε την Ελλάδα, σύρε ναύρης την κόρη, και πες της με τι λόγια πρέπει να λέγη ότι η ευμορφότερη ευμορφιά του κορμιού της είναι η τιμή· άμε ναύρης τους πολεμάρ­χους, ψηλάφησέ τους τες λαβωματιές, και πες τους ότι πρέπει να τες λεν τραύματα· άμε ναύρης τον ασπρομάλλη, ο οποίος θυμάται πόσον αίμα μάς ερούφηξεν ο Αλής, και 'πες του με τι λόγια πρέπει να παρασταίνη βρέφη, παρθένες, γέροντες αδικοσκοτωμένους εξήντα χιλιάδες· άμε ναύρης τους δυστυχέστατους Χιώτες, οι οποίοι παραδέρνουν εδώ κ' εκεί, και όταν κουρασθούν κάθονται, ίσως, εις κανένα έρημο ακρογιάλι και ψάλλουν με λόγια 'δικά τους, «επί τον ποταμόν Βαβυλώνος εκεί εκαθίσαμε και εκλαύσαμε».
  ΣΟΦ. Αλλά, Κύριε...
  ΠΟΙΗΤ. Αλλά, Κύριε, δεν σ' αφίνω να ομιλής πλέον. Άλλην έγνοια, δεν έχετε παρά να διακονεύετε λέξες με τα κεφάλια σας· και τα κεφάλια σας είναι άλαλα και ξερά, ωσάν τα κρανία, 'που κοιμούνται στα χώματα. Θέλει άλλο παρά λέξες διακονεμένες για να ωφελήσης έναν λαό, ο οποίος πολεμάει για την ελευθερία, οπού έχασε από αιώνες, και κάνει τέρατα! Είναι δύο φλόγες, διδάσκαλε, μία στο νου, άλλη στην καρδιά, αναμμένες από τη φύσι εις κάποιους ανθρώπους οι οποίοι εις διάφορες εποχές διαφορετικά μέσα μεταχειρίζονται για ν' απολαύσουν τα ίδια αποτελέσματα· και από τη γη πετιούνται στον ουρανό, και από τον ουρανό πετιούνται στον Άδη, και ζωγραφίζουν εικόνες και πάθη, παρόμοια μ' εκείνα, οπού είναι σπαρμένα από τη φύσι στον κόσμο· και αγαπούν και σέβονται, και λατρεύουν την τέχνη τους, ωσάν το πλέον ακριβό πράγμα της ζωής, και ομοιώνονται με τα συμβεβηκότα, 'που πε­ριγράφουν, και κάνουν τους άλλους και γελούν, και κλαίουν, και ελπί­ζουν, και φοβούνται, και δειλιάζουν, και ανατριχιάζουν, και δεν αφίνουν αναίσθητες παρά τες πέτρες και σε.
  ΣΟΦ. (Ομιλώντας 'γλήγορα). Καλά, καλά, αλλά 'λίγοι γνωρίζουν την παλαιάν ορθογραφία.
  ΠΟΙΗΤ. Χαίρετε, λοιπών, θείοι τόνοι, οξείες, βαρείες, περισπωμένες! χαίρετε ψιλές, δασείες, στιγμές, μεσοστιγμές, ερωτηματικές, χαίρετε! Ο κόσμος τρέμει τη δύναμί σας, και ουδέ ποιητής, ουδέ λογογράφος ημπορεί να γράψη λέξι, χωρίς πρώτα να σας υποταχθή. Εσείς εμπνεύσετε, πριν γεννηθήτε, τον Όμηρο, όταν ετραγουδούσε την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, τους Ύμνους, και ο λαός της Ελλάδας τον επερικύκλωνε και τον εκαταλάβαινε· εσείς τον εμπνεύσετε, όταν περιγράφη τον αποχαιρετισμό του Έκτορος εις την Ανδρομάχη, και το τέκνο του τον φοβάται και κρύβεται· εσείς τον εμπνεύσετε, όταν περιγράφη τον δυστυχισμένον βασιλέα της Τρωάδας, 'που παγαίνει στον Αχιλλέα, και πέφτει στα πόδια του, και του φιλεί τα χέρια, οπού του είχαν ολίγο προτήτερα σκοτώσει το ακριβώτερό του παιδί· εσείς εμπνεύσετε τον Δάντη, όταν ετραγουδούσε τον Ουγολίνο με μίαν δύναμι, 'που δεν βρίσκω παρόμοιαν εις όλη την ποίησι των παλαιών· εσείς τον Σέϊκσπηρ, όταν έπαράσταινε τον Λέαρ, τον Άμλετ, τον Οτέλλο, τον Μάκβεθ, και ανατρίχιαζεν όλος ο κόσμος της Αγγλίας· εσείς τον Ρασίν, εσείς τον Γοέθ, εσείς τον Πίνδαρο, οπού ήταν στενοχωρημένος από τους σοφολογιώτατους του καιρού του να τους κράζη κοράκους. Κοράκοι, όλοι κοράκοι αληθινοί, και χειρότεροι από τον κόρακα, οπού έβγήκε από την Κιβωτό, και έθρεφότουν από τα λείψανα, όπου είχε αφήσει ο κατακλυσμός του Κόσμου.
  ΣΟΦ. (κοιτάζει στα μάτια τον ποιητή και φεύγει).
  ΦΙΛ. Είμαι βέβαιος ότι του φαίνεται 'πως σ' εχαιρέτησε, τόσο εί­ναι καταζαλισμένος! Δεν ηξέρει τι ν' αποκριθή, όμως δεν τον εκατάπεισες. Τρέχει να ξαναπή αλλού τί είναι γλώσσα διεφθαρμένη.
  ΠΟΙΗΤ. (Κυττάζοντας κατά το Μωριά). Ο ήλιος έχει συναγμένες τες υστερινές του αχτίνες εκεί.
  ΦΙΛ. Θυμήσου τα λόγια της Θείας Γραφής· να μη σ' εύρη θυμωμένον ο ήλιος οπού πέφτει.
  ΠΟΙΗΤ. Αγιώτατα λόγια! και προσπαθώ, στη ζωή μου, να τα θυμούμαι, όσον δυνατόν περισσότερο· αλλά κάθε φορά, 'που φιλονεικήσω με τους Σοφολογιώτατους, οι οποίοι προσπαθούν να τυφλώσουν το γένος, τέτοια λόγια μου βγαίνουν ολότελα από τό νου.
  ΦΙΛ. Έχεις προσηλωμένα τα μάτια σου εκεί, και τόσο αναμμένος είσαι στό πρόσωπο, και τόσο σου τρέμουν τα μέλη, οπού φαίνεται 'πως ετοιμάζεσαι να πας εκεί πέρα να πολεμήσης.
  ΠΟΙΗΤ. Μου πονεί η ψυχή μου· οι δικοί μας χύνουν τό αίμα τους αποκάτου από τό Σταυρό, για να μας κάμουν ελεύθερους, και τούτος, και όσοι του ομοιάζουν, πολεμούν, γι' ανταμοιβή, να τους σηκώσουν τη γλώσσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: