24.2.12

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ / ABOUT TRANSLATION


Ο καλός μου φοιτητής Αλέξανδρος Τσαντίλας, που είναι και σύγγαυρος, μού επιφύλαξε μιάν ωραία έκπληξη. Έπιασε και μετέφρασε στα αγγλικά ένα σύντομο κείμενό μου για τη "μετάφραση", που είχε δημοσιευθεί πρόσφατα στην κερκυραϊκή εφημερίδα Ιδεογραφία (: μηνιαία δωρεάν εφημερίδα του Εναλλακτικού Εργαστηρίου Κέρκυρας / φύλλο Ιανουαρίου 2012), και ανάρτησε το μετάφρασμά του (μαζί με το δικό μου πρωτότυπο) στη http://leximania.gr/reference/205-kentrotis2012.html?lang=en. Τον ευχαριστώ από καρδιάς.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ


Η μετάφραση είναι επιστήμη στο μέτρο που μπορεί να προσεγγισθεί επιστημονικά το αποτέλεσμα της, το κάθε μεμονωμένο μετάφρασμα δηλαδή, και να περιγραφεί με τους γενικώς ισχύοντες κανόνες της οικείας επιστήμης, που δεν είναι άλλη από τη Γλωσσολογία. Δεν συνιστά, όμως, επιστήμη –ούτε μπορεί να γίνει ποτέ– ως προς την εκπόνηση κανόνων του μεταφράζειν, που θα ισχύουν μάλιστα κατά παραδοχή γενικώς και διαχρονικώς. Τούτο εξηγείται από το ότι στη μεταφραστική διαδικασία εμπλέκονται αποκλειστικώς και μόνο μία σταθερά, ήτοι το πρωτότυπο κείμενο, και άγνωστος μεν, μέγας δε αριθμός παραμέτρων, που σημαδεύουν καθοριστικά το μετάφρασμα και που –ενδεικτικώς και αδρομερώς– αφορούν αφενός τον χρόνο, τον τόπο και τις συνθήκες οπού επιτελείται η μετάφραση και αφετέρου το πρόσωπο του καθέκαστον μεταφραστή. Αλλά ακόμη και η σταθερά του υπαρκτού και αμετάβλητου πρωτοτύπου απολύει την ατρεπτότητά της από τη στιγμή που καθορίζεται από τον τρόπο αναγνώσεως του κειμένου από τον κάθε μεταφραστή, και ο οποίος τρόπος είναι δυνατόν να ποικίλλει ανά φυσικό μεταφραστή αναλόγως του είδους του προς μετάφραση κειμένου
Η μεταφραστική διαδικασία, προϋποθέτουσα γλωσσική δεξιότητα, τείνει στην άρθρωση γλωσσικών επιτελεσμάτων, που όμως έχουν αυστηρά ατομικό χαρακτήρα: αποτελούν γλωσσικά επιτελέσματα αφορώντα συγκεκριμένον κάθε φορά μεταφραστή, καθόσον μέσα στην κάθε γλωσσική κοινότητα ούτε λειτούργησε ποτέ ούτε λειτουργεί παραλλήλως κάποια μεταφραστική κοινότητα. Ο μεταφραστής είναι μονάδα· συλλογική μετάφραση δεν νοείται, ειμή μόνο κατ’ εξαίρεση – αλλά και εκεί τον ρόλο του μοναδικού μεταφραστή τον παίζει η συνισταμένη της εκπεφρασμένης συναίνεσης των μεταφραστών επί του τελικού μεταφράσματος.
Για τη μετάφραση έχουν διατυπωθεί πλείστοι όσοι ορισμοί, πράγμα που αυτομάτως σημαίνει ότι δεν υφίσταται γενικώς ισχύων ορισμός της. Αποτελεί αφόρητη κοινοτοπία μεν, πλην όμως αντικατοπτρίζει πιστά την αλήθεια ο στεγνός και στενότατος εκείνος ορισμός που θέλει τη μετάφραση έγγραφη μεταφορά ενός ήδη υπάρχοντος κειμένου από μια φυσική γλώσσα σε μία άλλη φυσική γλώσσα. Όσο άγευστος και αν είναι ο ορισμός αυτός, τόσο επιβεβαιώνει και με τη λιτότητά του την ορθότητα περί τα πράγματα τα μεταφραστικά. Αν μπορεί να προστεθεί κάτι σε αυτόν, χωρίς να του καταστρέφει τη στρογγυλότητα είναι τούτο: η μετάφραση αφορά μεν κείμενο συνταγμένο στη γλώσσα αφετηρίας, επιτελείται όμως σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας αφίξεως. Επειδή, όμως, και τούτο το τελευταίο δεν είναι απόλυτο, μπορούμε να πούμε ότι η ισχύς του εκτείνεται όσο του επιτρέπει η έκφραση «κατά κανόνα». Αφοριστικά, αλλά καθόλου μακριά από την ορθότητα και την αλήθεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μετάφραση είναι «έργον μεταφραστού». Μέσα στην εγγενή πλατωνικότητα του ειρημένου αφορισμού χωράει, ωστόσο, πλήθος μέγα προσεγγίσεων, ακόμα και των πλέον ετεροκλήτων, από την μαρξική ιστορικοϋλιστική κοινωνική ουσίωση ενός κειμένου και σε άλλη γλώσσα, πλην αυτής του πρωτοτύπου του, έως και την βιτγκενστάινεια γλωσσοπαιγνιώδη παγίωση ενός γλωσσικού αγώνα – αρκεί να βρεθεί ο επί τούτω κατάλληλος μεταφραστής, επιστήμων και τεχνικός, αλλά και μητιόεις χειριστής των ήδη υφισταμένων λεξικών εργαλείων, αλλά και επινοητής νέων μέσων που θα (του) διευκολύνουν την επανάρθρωση του χρονικώς παλαιότερου πρωτοτύπου κειμένου σε φρέσκο μετάφρασμα, προκειμένου να καταστήσει εφικτή την επικοινωνία του κοινού αφίξεως με γλωσσογενή προϊόντα που έχει ήδη γνωρίσει το κοινό αφετηρίας.
Ο μεταφραστής γίνεται έτσι, λοιπόν, όχι μόνο ρέκτης και πλάστης γλωσσικών αγαθών από γλώσσα σε γλώσσα, αλλά και καταλύτης της απαραίτητης «χημικής» αντίδρασης που πρέπει να γίνεται όποτε έρχονται σε επαφή δύο γλώσσες. Το ότι κάποιος γνωρίζει –όσο καλά και αν γνωρίζει– μία ξένη γλώσσα, αυτό δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι ο συγκεκριμένος γνώστης είναι και καλός μεταφραστής. Το ότι απαιτείται η καλή γνώση της «ξένης» γλώσσας δεν αμφισβητείται· παραλλήλως, όμως, απαιτείται όπως συμπίπτουν στο πρόσωπο του μεταφραστή και αρκετές ικανότητες που εξικνούνται πέραν της απλής καλής γνώσεως μιας ξένης γλώσσας. Ο μεταφραστής πρέπει να ξέρει να βλέπει την ξένη γλώσσα μέσα στο σύστημα της δικής του, της μητρικής του γλώσσας: να είναι σε θέση να προβαίνει σε συντακτικές συστοιχήσεις, να αναγνωρίζει πραγματολογικά δεδομένα, να επινοεί υφολογικές αποκρίσεις και, εν πάση περιπτώσει, να υπηρετεί με κατά περίπτωση επιστρατευόμενη εφευρετικότητα, και όχι με πρεταπορτέ συνταγές, την ισοσθένεια των κειμένων του πρωτοτύπου και του μεταφράσματος ενεργοποιώντας αποκωδικεύσεις του πρωτότυπου κειμενικού υλικού και συντονίζοντας ανακωδικεύσεις του στο μετάφρασμα, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη του όλο το πλέγμα της κουλτούρας αφίξεως και των ευρειών δυνατοτήτων που του παρέχει.
Τούτων ούτως εχόντων η μετάφραση, ως διαδικασία και αποτέλεσμα, δεν μπορεί παρά να είναι ένα πολιτιστικό συμβεβηκός, μια εμπέδωση του αλλότριου γλωσσικού κειμένου σε οικείκο και ομιλούν γλωσσικό κείμενο, που μιλάει τη γλώσσα και επικοινωνεί με τη γλώσσα του ομιλούντοςε υποκειμένου που λέγεται «καθέκαστον μεταφραστής».
Ο ιδεϊκός μεταφραστής δεν υπάρχει, ούτε τον έχει ανάγκη –αν μπορούμε να το διατυπώσουμε έτσι– η μετάφραση. Όπως επίσης δεν υπάρχει ο παμμεταφραστής. Υπάρχει απλώς ο καθέκαστον μεταφραστής, το ατομικώς ομιλούν και μεταφράζον υποκείμενο, το οποίο κινεί ένα πολιτιστικό δρώμενο με πρώτιστο τελικό σκοπό του, όπως εκφραστεί αυτό το ίδιο, και επιμέρους σκοπούς πάρα πολλούς, που όμως δεν είναι σχεδόν ποτέ ορατοί. Εκφραζόμενος δια της μεταφράσεως ο μεταφραστής εκφράζεται ως ομιλούν υποκείμενο, και δη επεμβαίνοντας (του παίζειν χάριν) με το γλωσσικό του όργανο και τις όποιες δυνατότητές του στην ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα, προκειμένου να την αλλάξει. Στο μεταφραστικό παιχνίδι του δεν εμπλέκονται μόνο οι νεολογικές του συνεισφορές, όπως πολύ εύκολα θα μπορούσε εδώ κάποιος να υποθέσει, αλλά και οποιαδήποτε λογική δράση του, επιτυχής ή ατυχής, ορθή ή εσφαλμένη, κανονική ή κατ’ εξαίρεσιν, μέσα στο σωρό των λεξικεύσεων ή άπαξ κ.ο.κ.
Η κάθε μετάφραση, ως υλικό μετάφρασμα, προσφέρει στον γλωσσολόγο πλούτο γλωσσικών επιτευγμάτων που παρήχθησαν όχι πρωτογενώς, αλλά από αφορμή ενός πρωτογενώς παρηγμένου κειμένου. Ο γλωσσολόγος, πέρα από τις όποιας φύσεως αντιπαραβολικές συγκρίσεις, στις οποίες μπορεί να επιδοθεί, έχει μπροστά του το αποτέλεσμα ενός διαγλωσσικού διαλόγου και καλείται να το εκτιμήσει εν όλω ή εν μέρει, αναλόγως του προς τα πού ο ίδιος κατευθύνει τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του. Οποιαδήπτε κατεύθυνση, όμως, και αν επιλέξει, δεν μπορεί παρά να έχει ως σημείο εκκινήσεώς του την κάθε λέξη του μεταφράσματος, τόσο χωριστά όσο και στη συνύφανσή της στο κειμενικό περιβάλλον όπου έχει ενταχθεί, αλλά και στην αναφορά της στο εν γένει πολιτιστικό περιβάλλον που την έχει υποδεχθεί ως εν τοις πράγμασι απόδοση μιας συγκεκριμένης ξένης λέξης ή φράσης ή πρότασης.
Η μετάφραση αποτελεί παγκόσμια πρακτική – από αιώνων δε. Απλώς κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει ξεφύγει σχεδόν τελείως από τις προδιαγαφές ενός ειδικού ενδιαφέροντος ή μιας οσοδήποτε «επιστημονικής» ενασχόλησης και έχει γίνει και επάγγελμα και παραγωγική διαδικασία. Και έτσι όμως παρουσιάζει επιστημονικό ενδιαφέρον. Η πολυπλοκότητα του χαρακτήρα της τρομάζει μόνο τους αφελείς και τους μη συνειδότες. Οι νηφάλιοι μελετητές του μεταφραστικού φαινομένου γνωρίζουν ότι τα όποια μεταφραστικά «λάθη» επ’ ουδενί απειλούν την γλώσσα αποδοχής, ιδίως επειδή αναλογίζονται πόσα και πόσα λάθη (και μεταφραστικά) έχουν καταστεί χρήση και δεν ενοχλούν το γλωσσικό αίσθημα κανενός χρήστη. Όπως επίσης γνωρίζουν ότι καμμία γλώσσα δεν απειλείται από την δια της μεταφράσεως εισαγωγή ξένων τρόπων συντάξεως – η δια της ξενιστική οικείωση και η απόρριψη όσων από αυτούς δεν καταφέρουν να γίνουν χρήση απλουστεύει τα πράγματα. Νόμος της ζωής, άρα και της γλώσσας είναι η αδιάλειπτη αλλαγή. Η μετάφραση συντελεί στην αλλαγή αυτή δια της καταθέσεως λεκτικού (διάβαζε: πολιτιστικού) πλούτου που είτε θα επενδυθεί και θα πιάσει τόπο είτε θα σπαταληθεί χωρίς αποτέλεσμα. Σημασία έχει να υπάρχει γλωσσικό χρήμα προς χρήσιν και να ρέει. Κανονικώς όλα τα άλλα είναι εκ περισσού και μπορούν να ληφθούν υπόψη ή να απαλειφθούν αζημίως.


************************************


ABOUT TRANSLATION

Translation can be regarded as a science up to the point where its end product –each and every individual translatum- can be approached in a scientific manner and can thus be described using the generally applying rules of its familiar science, which is none other than Linguistics. It should be remarked, though, that translation itself is not a science –and it can never be one- as regards the elaboration of rules about the process of translation that will also be universally and diachronically applicable. This can be explained by the fact that the process of translation utilizes merely one and only constant, which is the original text, and an unknown yet enormous number of parameters that leave their decisive mark upon the translatum and which concern –both indicatively and coarsely- on the one hand the time, the place and the conditions of the translating process, and on the other hand the personality of the particular translator. However, even the constant of the existent and unchangeable original dismisses its immutability by the time it is defined on account of how the particular translator reads the text, since the reading varies from one natural translator to another, as the case may be regarding the type of text intended for translation.
The translating process, which holds linguistic aptitude as a requirement, tends to result in the articulation of linguistic effectuations whose character is strictly individual: Each and every time they are articulated, these linguistic effectuations merely concern the specific translator, since no translating community has ever operated, nor it will ever operate, within the midst of a linguistic community. The translator is a unit. There can be no collective translation, the very idea of it can only be a singularity –but even then, the role of the unitary translator is being played by the resultant of the expressed consent of translators as regards the final translatum.
There are numerous definitions of translation, a fact that automatically means that translation itself doesn’t have a generally applying definition. That dry and all-too-narrow definition that considers translation to be the written transfer of an existing text from one natural language to another natural language is both an insufferable banality and at the same time, a very faithful depiction of the truth. As tasteless as this definition may be, it does succeed with its austerity to confirm its accuracy regarding all things translational. If one can add something to it, without ruining its roundness, then that something would be the following: Translation is, on the one hand, all about a text drafted in a source language, but on the other hand, translation is carried out in accordance with the rules of the target language. However, given that this final phrase is not axiomatic, one can say that its power extends as far as the expression “as a rule” allows it to. Should one want to be aphoristic, albeit without drifting off too far from the truth, then one would say that translation is “the work of a translator”. Nevertheless, the innate platonicity of that aphorism has enough space to include a great multitude of approaches, even those that are most heterogeneous, ranging from the marxial historical-materialistic social substantiality of a text in a language other than the language it was originally drafted to, to the wittgensteinian linguistic and wanton consolidation of a linguistic struggle –as long as we can find the perfect for the job translator, scientist and technician, who will be a resourceful operator of the already existing lexical tools, and who will also happen to be a deviser of new means that will facilitate (for him) the rearticulation of the older original text to a new translatum, in order to effectively communicate new linguogenic products, already familiar to the source audience, to the audience of the target language.
This way, the translator not only becomes industrious and shaper of linguistic goods from one language to another, but also becomes the catalyst of the necessary “chemical” reaction that must take place every time two languages come in contact with one another. The fact that someone may know a language –regardless of how good that knowledge is- does not mean that this person is automatically qualified to be a translator. The requirement of having a thorough knowledge of the foreign language is not questioned, although at the same time, the translator must also have plenty of other skills that stretch far beyond the simply good knowledge of another language. The translator must know and view the foreign language from the perspective of his mother tongue’s linguistic system, and must also be able to perform syntactic correlations, to recognize pragmatic data, to invent stylistic responses, and to serve both the occasional resourcefulness without using ready-made devices, as well as the equivalence of the original text and the translatum by activating decodifications of the original text material and by coordinating its recodifications in the translatum, paying particular attention to the overall nexus of the source culture and the wider possibilities that it may provide to the translator.
Either way, with all of the above, translation as both process and end result can be nothing other than a cultural random event, a consolidation of the alien language text to a domestic and talking linguistic text that speaks the language of and communicates in the language of the talking subject called “particular translator”.
The ideal translator does not exist; neither does translation needs the ideal translator (if this is a correct way of saying it). Neither exists such a being as an omnitranslator. The only thing that exists is simply the particular translator, the individually talking and translating subject, which motivates a cultural manifestation with a primary end goal, regardless of how that goal will express itself, and many other goals on the side which are almost never visible. Expressing himself through the translation, the translator is also expressed as a talking subject, who moreover intervenes (as if by playing) with his linguistic instrument and its given capabilities in an already shaped reality, in order to change that reality. The game of translation doesn’t just include the translator’s neological contributions, as one might very easily and readily assume, but also each and every one of the translator’s logical actions, be they successful or unfortunate, correct or mistaken, regular or exceptional, within the pile of vocabularizations or merely one time only, etc.
Each translation, as a material translatum, provides the linguist a wealth of linguistic achievements that weren’t primal products, but were created due to the occasion of a primarily produced text. The linguist, other than performing any and all kinds of comparative relations, has to face the result of an interlingual dialogue and is called to assess that dialogue in whole or in part, depending on the orientation of the linguist’s scientific interests. However, regardless of the chosen direction, the starting point can be none other than each and every word included in the translatum, both separately and interwoven within the textural product of which it is a constituent, as well as in its reference to the essential cultural environment in which it is accepted as a factual interpretation of a specific foreign word, phrase, or proposition.
Translation is a universal practice, already many centuries old. It’s just that during the last decades, translation has moved completely out of the standards of specialized interest or “scientific” occupation, however much “scientific” as it can be considered, and has become both profession and productive process. Nevertheless, it is still of scientific interest. The complexity of its character intimidates only the naïve and the unaware. The self-collected researchers of the translation phenomenon know that translational “mistakes” pose no threat whatsoever to the target language, since they realize that there are plenty of mistakes (added to the translational ones) that have become a part of the language’s usage without disturbing the user’s linguistic sentiment. Just as they already know that no language is threatened by the introduction of alien forms of syntax by means of translation, since the foreignized domestication by translation and subsequent rejection of those forms that aren’t successful in blending with the usage further simplifies things. Incessant change is a law of life, hence a law of language. Translation contributes to that change by depositing lexical (see: cultural) wealth that can either be invested and produce results, or it can be spent without any effects. The most important thing is to have linguistic money, and to keep that money flowing. In normal circumstances, that is all that is needed, and everything else can be either taken into consideration, or simply be omitted without any damage done whatsoever.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τα συγχαρητηρία μου για το πονημά σας. Αυτός είναι ένας ερυθρόλευκος επιστήμονας. Το θέμα σας κατάλληλο για διάλεξη στο καραϊσκάκη. Χιούμορ...

Γιωργος Κεντρωτης είπε...

@ Ανώνυμος: Αι, αφού είμαστε "επιστήμονες", πώς να το κάνουμε; Χαίρε.